στ. Σφαγές, θυσίες και ολοκαυτώματα στα χρόνια του Αγώνα
Γράφει ο Β. Λ. Τσιουραντάνης
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά...»

Χρονολόγιο των κυριότερων Θυσιών του 1821
Ελευθερία ή θάνατος
- Σούλι (Κούγκι, Ζάλογγο, Ρηνιάσα, Σέλτσο), Δεκ.1803 - Απρ.1804: 12.000 Σουλιώτες θυσιάστηκαν ή εκπατρίστηκαν.
- Δραγατσάνι - Μονή Σέκκου, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 1821:Θυσία Ιερολοχιτών - Γ.Ολύμπιου
- Σαμοθράκη, Σεπτ. 1821: 2.000 σφαγιάστηκαν, 1.500 πιάστηκαν αιχμάλωτοι
- Χίος, 30 Μαρτίου 1822: 40.000 περίπου σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής
- Νάουσα, Αραπίτσα, Απρ. 1822: 5.000 Έλληνες σφαγιάστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. 13 γυναίκες έπεσαν στα νερά της Αραπίτσας και βρήκαν τραγικό θάνατο.
- Κάσος, 29 Μαΐου 1824: Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν.
- Ψαρά, 22 Ιουνίου 1824: 18.000 σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν.
- Μεσολόγγι,10 Απρ.1826: 8.500 χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
- Πελοπόννησος 1825 - 27: 9.000 με 15.000 Έλληνες μεταφέρθηκαν ως δούλοι στην Αίγυπτο από τον Ιμπραήμ.
1. Σούλι: ΚΟΥΓΚΙ, ΖΑΛΟΓΓΟ, ΡΗΝΙΑΣΑ, ΜΟΝΗ ΣΕΛΤΣΟΥ - ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΚΗΝΙΚΑ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
Στη νοτιοανατολική πλευρά της Παραμυθιάς, εκατοντάδες μέτρα επάνω από την κοίτη του ποταμού Αχέροντα, επάνω σε βραχότοπο, ήταν χτισμένα τα Σουλιωτοχώρια. Η Συμπολιτεία του Σουλίου αποτελούταν από 12.000 κατοίκους και συντηρούσε στρατό που ανερχόταν σε 2.000 έως 2.500 αγωνιστές. Οι Σουλιώτες, από μικροί εκπαιδεύονταν στα όπλα και εκμεταλλεύονταν τα πλεονεκτήματα που τους πρόσφερε η φυσική οχυρή θέση της περιοχής, κάτι αντίστοιχο με τους Σπαρτιάτες. Οι Σουλιώτες ήταν χωρισμένοι σε μεγάλες οικογένειες (φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Μπούσμπου, Φωτομάρα, Καραμπίνη, Σέχου...
Ο Αλή Πασάς, στην προσπάθειά του να επεκτείνει την κυριαρχία του, έκανε τρεις συνολικά εκστρατείες για να υποτάξει τους περήφανους Σουλιώτες που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στο Σουλτάνο και στη δική του εξουσία στην Ήπειρο. Στις δύο πρώτες εκστρατείες του Αλή πασά, οι δεινοί και σκληροτράχηλοι πολεμιστές του Σουλίου κατάφεραν να αποκρούσουν επιτυχώς τις επιθέσεις, να προξενήσουν μεγάλες απώλειες στα στρατεύματά του και να τον υποχρεώσουν να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Στην τρίτη εκστρατεία του, το 1803, εκμεταλλευόμενος και τα εσωτερικά προβλήματα των Σουλιωτών κατόρθωσε, ύστερα από μακρά πολιορκία και προδοσία, να τους υποτάξει. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, εξαντλημένοι από τις κακουχίες, την πείνα και τις ασθένειες οι Σουλιώτες μετά από σθεναρή αντίσταση, αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν. Βασικός όρος της συμφωνίας ήταν να εκκενωθούν όλα τα σπίτια στο Σούλι. Το μόνο που έπρεπε να αφήσουν πίσω ήταν ο οπλισμός τους. Στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και εγκατέλειψαν την πατρογονική γη. Ο τραγικός επίλογος της ηρωικής αντίστασης των κατοίκων της περιοχής γράφτηκε στο λόφο Κούγκι, όπου ο θρυλικός ιερομόναχος και αγωνιστής Σαμουήλ βρήκε μαζί με τους λιγοστούς συντρόφους του ηρωικό θάνατο, αφού ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη που υπήρχε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, όταν εισήλθαν σ΄ αυτήν οι Τούρκοι.
Ο πασάς των Ιωαννίνων, αθετώντας τους όρους της συνθήκης, δίνει διαταγή σε τμήμα του στρατού του - περίπου τρεις χιλιάδες - να κυνηγήσει τους εκπατρισμένους. Ακολούθησαν οι ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, τη Ρηνιάσα και τη μονή Σέλτσου.
Η πρώτη ομάδα κατάφερε πολεμώντας να φθάσει στην Πάργα και στα Ιόνια Νησιά. Η δεύτερη με τον Κουτσονίκα, τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Φωτομάρα κυνηγημένοι από τα πολυάριθμα στρατεύματα του Αλή Πασά καταφεύγει στην κορυφή του όρους Ζάλογγο, μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, μετά από οχτάωρη κοπιαστική πορεία. Εκεί, βρίσκουν καταφύγιο στην ιερά Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Μετά από τρεις μέρες και μια άνιση μάχη οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την μονή και προβαίνουν σε σφαγές και αιχμαλωσίες. Μια ομάδα επιχείρησε απελπισμένη έξοδο και διέφυγε, οι άλλοι όμως βρήκαν το θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν. Μια άλλη ομάδα γυναικών που είχαν διαφύγει κοντά σε φαράγγι, προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση αποφασίζουν να πέσουν με τα παιδιά τους στο γκρεμό. Οι σχετικές αναφορές, από Έλληνες και ξένους περιηγητές της εποχής, διαφέρουν στον αριθμό των θυμάτων που υπολογίζεται στις 22 με 60 γυναίκες, χωρίς να γίνεται αναφορά στον αριθμό των βρεφών. Σε μερικές αναφορές γίνεται λόγος και για ένα μικρό αριθμό ανδρών. Με τον περίφημο χορό τους, συγκλόνισαν την παγκόσμια κοινή γνώμη και έδωσαν άλλη διάσταση στις έννοιες ηρωισμός, γενναιότητα και αυτοθυσία.
Την ίδια χρονική στιγμή (Δεκέμβριος του 1803), η Δέσπω Σέχου - Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς μετά τη συνθηκολόγηση τού Αλή πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα, ένα μικρό χωριό μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας, και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Το τρίτο τμήμα από 1.150 Σουλιώτες υπό την αρχηγία του Κίτσου και Νότη Μπότσαρη έφτασαν μετά από κοπιώδη και μακρά πορεία στη μονή του Σέλτσου, τα Χριστούγεννα του 1803, στις όχθες του Αχελώου κοντά στο χωριό Πηγές Άρτας, η οποία λόγω της τοποθεσίας της αποτελούσε φυσικό οχυρό. Η περιοχή του Σέλτσου είναι μεν φυσική οχυρή θέση, έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται εξόδου διαφυγής, όπως η τακτική του πολέμου απαιτεί.
Αποφάσισαν να μείνουν στη Μονή και, εάν υπάρξει ανάγκη να αμυνθούν, να θέσουν και εκεί σε εφαρμογή την τακτική που τόσα χρόνια εφάρμοζαν στα βράχια του Σουλίου.
Γρήγορα έγιναν αντιληπτοί από το στρατό του Αλή Πασά. Στις 12 Ιανουαρίου 1804, οκτώ χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες ξεκίνησαν να πολιορκούν τους Σουλιώτες. Αν και οι δυνάμεις του Αλή Πασά υπερίσχυαν αριθμητικά, οι Σουλιώτες κατάφεραν να τους αποκρούσουν προκαλώντας τους σοβαρότατες απώλειες. Για περισσότερους από τρεις μήνες, με την ηθική και υλική υποστήριξη των κατοίκων των γύρω περιοχών, του Πετρωτού (παλιά Λιάσκοβο Καρδίτσας), των Πηγών (παλιά Βρεστενίτσα ) και των Ραδοβιζινών γενικότερα αλλά και τη βοήθεια 200 περίπου ντόπιων Ραζοβιζινών πολεμιστών που ενσωματώθηκαν με τους Σουλιώτες, κατάφερναν να αντισταθούν στην πολιορκία μέχρι τον Απρίλιο. Στις 23 Απριλίου του 1804, όταν οι τουρκικές δυνάμεις έσπασαν την άμυνά τους, διεξήχθη στο χώρο του μοναστηριού μια φονικότατη μάχη. Μια ομάδα, κυρίως γυναικόπαιδα, επιχείρησαν ηρωική έξοδο προς τη γέφυρα Κοράκου. Όταν όμως βρήκαν τα περάσματα πιασμένα από τους Τούρκους, προτιμώντας το θάνατο από την αιχμαλωσία, ρίχτηκαν στους γκρεμούς και το ποτάμι. Άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι πνίγηκαν στον Αχελώο. Προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση αναδεικνύοντας έτσι το μοναστήρι του Σέλτσου σε νέο Ζάλογγο. Ο τελικός απολογισμός από τη μάχη του Σέλτσου και το χαλασμό των Μποτσαραίων ήταν η διάσωση μόνον 80 Σουλιωτών από τους οποίους οι 65 (κατ άλλους 54) πέρασαν τον Αχελώο σε διάφορα σημεία και κατέφυγαν σε κάποια μοναστήρια της Αργιθέας. Ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί με τον 13χρονο τότε γιο του Μάρκο, κρύφτηκαν σε παρακείμενη στο Σέλτσο σπηλιά και αργότερα κατέφυγαν προς την Πάργα. Η Μάχη του Σέλτσου ήταν η τελευταία θυσία των Σουλιωτών.
2. Δραγατσάνι - Μονή Σέκκου
Η ΠΡΩΤΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ
Στις 23 Φεβρ.2021 ο Αλ. Υψηλάντης, που είχε εισέλθει στην Μολδαβία, κήρυξε την επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Στις 10 Μαρτίου 1821 συγκρότησε στη Φωξάνη τον Ιερό Λόχο, το στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν από Έλληνες εθελοντές σπουδαστές των παροικιών.
Δόθηκαν πολλές μάχες με τους Τούρκους. Η αποφασιστικότερη δόθηκε στις 7 Ιουνίου στο Δραγατσάνι, όταν ο Ιερός Λόχος δέχτηκε επίθεση από το τουρκικό ιππικό αιφνιδιαστικά, ενώ ακόμη δεν είχε φτάσει στην περιοχή ο Α. Υψηλάντης και ο Γ. Ολύμπιος. Οι Ιερολοχίτες πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία. Οι απώλειες των Ιερολοχιτών ήταν πολύ μεγάλες. Οι εκατόνταρχοι, ο σημαιοφόρος του Λόχου, 25 αξιωματικοί και 180 στρατιώτες έπεσαν νεκροί. 37 Ιερολοχίτες αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν. Όταν έφτασε στο πεδίο της μάχης ο Γεωργάκης Ολύμπιος κατάφερε να διασώσει ένα μικρό μέρος των Ιερολοχιτών. Μεταξύ αυτών ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου, ο Φιλικός Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο αρχηγός τους Νικόλαος Υψηλάντης.
Μετά την καταστροφή, ο Ολύμπιος συνόδευσε τον Αλ. Υψηλάντη μέχρι τα αυστριακά σύνορα, τα οποία ο Υψηλάντης πέρασε στις 8/6/21.Ο Γεωργάκης Ολύμπιος με τον Ιωάννη Φαρμάκη συνέχισαν τη δράση τους στην περιοχή μέχρι το Σεπτέμβριο του 21. Καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους και ενώ σχεδίαζαν την κάθοδό τους στη νότια Ελλάδα, κατέφυγαν στη Μονή Σέκκου με 350 συντρόφους τους. Ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης πολεμούσαν γενναία κλεισμένοι στη Μονή και απέκρουαν τις αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις για 13 μέρες, μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Όταν όμως έφτασε στη Μονή ο Σελίχ πασάς με άλλες 4 χιλιάδες στρατό, περικυκλωμένοι, μη μπορώντας να συνεχίσουν τον άνισο αγώνα, ο Φαρμάκης παραδόθηκε, ύστερα από συμφωνία, με την πλειοψηφία των υπερασπιστών στους Τούρκους, στις 23 Σεπτεμβρίου. Σε λίγο οι Τούρκοι ξεχύθηκαν στην αυλή του μοναστηριού, πλησίασαν το καμπαναριό και προσπάθησαν να ανεβούν τα σκαλιά, όπου ήταν οχυρωμένος ο Γ. Ολύμπιος με λιγοστούς συντρόφους. Ο Ολύμπιος για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων ανατίναξε το κωδωνοστάσιο παίρνοντας μαζί του στον θάνατο και αρκετούς Τούρκους.
Όσο γι αυτούς που παραδόθηκαν η συμφωνία δεν τηρήθηκε. Οι σύντροφοι του Ι. Φαρμάκη σφάχτηκαν και ο ίδιος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βασανίστηκε και τελικά καρατομήθηκε.
3. Το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης
Η πολυήμερη σφαγή των κατοίκων του νησιού και η ερήμωσή του
Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης, την 1 Σεπτεμβρίου του 1821, είναι ένα αιματηρό γεγονός της Επανάστασης του 1821 σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό. Μερικοί πρόκριτοι του νησιού που μυήθηκαν παραμονές της Επανάστασης του ’21 στη Φιλική Εταιρεία, μάλλον στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήγαιναν για εμπορικούς σκοπούς, μόλις πληροφορήθηκαν ότι ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους συντοπίτες τους να ακολουθήσουν.
Συγκέντρωσαν τα λιγοστά όπλα που υπήρχαν στο νησί και άρχισαν να οργανώνονται. Το Ολοκαύτωμα ξεκίνησε με αφορμή την άρνηση των Σαμοθρακιωτών να πληρώσουν το φόρο που τους είχε επιβληθεί, παρά τις παραινέσεις του απεσταλμένου των Τούρκων. Γνωρίζοντας ότι μ' αυτή τους τη κίνηση θα προκαλούσαν την οργή των Τούρκων, οι Σαμοθρακιώτες άρχισαν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο επίθεσης.
Πράγματι την 1η Σεπτεμβρίου 1821, περίπου 1000 (κατ’ άλλους 2.000) Τούρκοι αποβιβάστηκαν στο νησί με το στόλο του Καρά Αλή, του μετέπειτα σφαγέα της Χίου. Τα πολεμοφόδια των Σαμοθρακιωτών λιγοστά και συνεπώς ήταν καταδικασμένοι. Οι ελάχιστοι Σαμοθρακιώτες που δεν κατέφυγαν στα βουνά και προσπάθησαν να αντισταθούν σκορπίστηκαν κι αυτοί γρήγορα. Οι Οθωμανοί κατάφεραν με δόλο να φέρουν πίσω τους περισσότερους από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά, με την υπόσχεση ότι θα τους δώσουν χάρη. Όμως, οι Τούρκοι για μία ακόμη φορά αθέτησαν όσα υποσχέθηκαν και όσους επέστρεψαν στο κάστρο της Χώρας τους δολοφόνησαν όλους.
Τις επόμενες εβδομάδες οι Τούρκοι έσφαξαν πολλούς από τους κατοίκους του νησιού που είχαν απομείνει. Σύμφωνα με μαρτυρίες, από τη μαζική σφαγή επέζησαν περίπου 25 με 30 οικογένειες, οι οποίες έζησαν τα επόμενα χρόνια σε άθλιες συνθήκες. Συνολικά, τα θύματα από τις άγριες σφαγές έφτασαν τους 2.000, ενώ λιγοστοί Σαμοθρακιώτες κατάφεραν και έφυγαν από τη θάλασσα. Στα σκλαβοπάζαρα βρέθηκαν πάνω από 1.500 γυναικόπαιδα του νησιού, αλλά και νέοι άντρες που δεν αποκεφαλίστηκαν. Η καταστροφή του νησιού ήταν ολοκληρωτική. Εκτός απ’ τις σφαγές, οι Τούρκοι κατέστρεψαν εκκλησίες, μοναστήρια, σπίτια και υποστατικά.
Ο Πουκεβίλ γράφει για τη σφαγή της Σαμοθράκης: «Μέρα πένθους. Η φρίκη κι ο θάνατος απλώνονται σ’ ολόκληρο το νησί. Τα χωριά διατρέχουν, τις πεδιάδες, ψάχνουν στις κοιλάδες και στα δάση, οι γυναίκες και τα παιδιά αλυσοδένονται. Οι άνδρες αποκεφαλίζονται, εκτός από μερικούς που τους φυλάγουν, για να τους κρεμάσουν στα κατάρτια πλοίων, όταν θα γυρίζουν στην Κωνσταντινούπολη. Αλυσοδεμένους τους φέρνουν μαζί με τις αθώες οικογένειές τους στα πλοία και τους στοιβάζουν μαζί με σωρούς κεφαλιών προορισμένων να κοσμήσουν την πύλη σαραγιού. Φριχτός φόρος, οι γυναίκες που ήταν καταδικασμένες να μπουν στα κακόφημα σπίτια (σύμφωνα με το πολεμικό δίκαιο των Μωαμεθανών) καταφέρνουν να μετριαστεί η ποινή τους, χάρη στην απληστία των δεσποτών τους που τις πούλησαν μαζί με τα παιδιά τους στην αγορά του Σουλτανιέ Καλεσί. Ακόμη οι Τούρκοι δεν ξέχασαν να στοιβάξουν σε σωρούς τα κομμένα κεφάλια κάτω από τα παράθυρα του Γάλλου υποπρόξενου».
Ο Φίνλεϊ, στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» (1861) γράφει: πως «ήταν αδύνατο να υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι που σφαγιάστηκαν είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα που να αξίζει μία τόσο σκληρή τιμωρία», ενώ ο L. Lacroix στο έργο του «Iles de la Grece» (1861) σημειώνει πως «οι Τούρκοι κατερήμωσαν ασπλάχνως την νήσον ταύτην εν τω υπέρ ανεξαρτησίας αγώνι».
Το επίσημο ελληνικό κράτος αγνοούσε παντελώς τη σφαγή της Σαμοθράκης για περισσότερα από 80 χρόνια. Μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Ίωνας Δραγούμης που ήταν τότε πρόξενος στο Δεδέ Αγάτς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη, έφερε στο φως συγκλονιστικά στοιχεία για το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης. Στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών, η 1η Σεπτεμβρίου τιμάται πλέον στο νησί ως ημέρα πένθους. Στην πλατεία του Εφκά γίνεται επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώο, κατάθεση στεφάνων, απόδοση τιμών από τμήμα του στρατού, ενώ διατηρείται ενός λεπτού σιγή για τη μνήμη των θυμάτων.
4. Η καταστροφή της Χίου
Οι θηριωδίες των Οθωμανών και τα σκλαβοπάζαρα
Η Χίος κατά τα προεπαναστατικά χρόνια απολάμβανε μία σειρά ελευθεριών από τους Οθωμανούς που ευνόησαν την οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Χάρη στο εμπόριο της μαστίχας και τη ναυτική δραστηριότητα οι κάτοικοι του νησιού είχαν σχηματίσει μία ακμάζουσα ελληνική κοινότητα,117.000 Έλληνες έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 100 Εβραίων. Με τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους οι Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στο νησί πολλά προνόμια, που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας. Για το λόγο αυτό οι ντόπιοι πρόκριτοι δίσταζαν να συμμετάσχουν στον ξεσηκωμό. Είχαν και μία άλλη σοβαρή δικαιολογία να αντιδρούν στον ξεσηκωμό: η Χίος βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια από τη μικρασιατική ακτή, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξέγερσης να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Στις 10 Μαρτίου 1822 όμως ο Σαμιώτης Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει κάποιους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Η τουρκική φρουρά του νησιού κλείστηκε στο κάστρο και πολιορκήθηκε. Η ολιγοήμερη πολιορκία τους δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη δεν ήταν επαρκώς εξοπλισμένοι.Ο κίνδυνος να χαθεί η κυριαρχία στο εύφορο νησί εξαγριώνει τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Μόλις πληροφορήθηκε την εξέγερση έδωσε την εντολή στον ναύαρχο Καρά - Αλή πασά να καταπλεύσει στο νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.
Στις 30 Μαρτίου 1822, ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Καρά Αλή, λίγους μήνες μετά τη σφαγή στη Σαμοθράκη, έφθασε στη Χίο. Μετά από έντονο κανονιοβολισμό, αποβιβάστηκαν στο νησί 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς κατέστειλαν εύκολα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενοι τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησαν όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκαν σε φρικτές σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού, 40.000 περίπου σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Ελάχιστοι γλίτωσαν τη σφαγή και παρέμειναν στο νησί για να συνεχίσουν για λογαριασμό του σουλτάνου την καλλιέργεια της μαστίχας.
Το εμπόριο δούλων
Οι θηριωδίες των Τούρκων στην Χίο είχαν αφήσει το νησί ρημαγμένο. Πτώματα, ερείπια και ένα τοπίο που μύριζε στάχτη και αίμα. Και μπορεί στον υπόλοιπο κόσμο τα παραπάνω να έγιναν γνωστά από περιγραφές και αφηγήσεις με λίγες εβδομάδες καθυστέρηση, οι μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας όμως, είδαν από κοντά τα χιλιάδες «ζωντανά λάφυρα» των Τούρκων. Εξαθλιωμένα γυναικόπαιδα από το νησί στοιβάζονταν σε πλοία και μεταφέρονταν στα παζάρια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, όπου πωλούνταν ως δούλοι σε εξευτελιστικές τιμές. Μέχρι την 1η Μαΐου του 1822, στην Χίο είχαν εκδοθεί πάνω από 41.000 έγγραφα ιδιοκτησίας σκλάβων - οι λεγόμενοι τεσκερέδες (: εξοφλητικές αποδείξεις για φόρους).
Ο Ολλανδός διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη Gaspar Testa γράφει προς τον υπουργό του των εξωτερικών:
«Το πιο σπαρακτικό θέαμα είναι τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα που έφεραν από τη Χίο... Αγόρια και κορίτσια σέρνονται στους δρόμους δεμένα το ένα με το άλλο και οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα. Κοπέλες κρατούσαν στο χέρι ένα χαρτί με το όνομα των Τούρκων κυρίων τους που έμειναν στην Χίο. Μη μπορώντας να τις συνοδέψουν οι ίδιοι, τις έστειλαν στη διεύθυνση των σπιτιών τους στην Πόλη.»
Ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry γράφει σε αναφορά του προς τους προϊσταμένους του διοικητές της Levant Company στο Λονδίνο: «Στο δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω - κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα».
Στη γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Courrier Francais της 10-7-1822 αναφέρεται ότι φανατικοί μουσουλμάνοι αγόραζαν το θύμα τους για 30 γρόσια και το έσφαζαν για να κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο. Πολλές γυναίκες αυτοκτόνησαν κατά την μεταφορά και άλλες πέθαναν από απεργία πείνας για να γλυτώσουν τον εξευτελισμό. Η διακίνηση δούλων από τη Χίο διήρκεσε μήνες.
Η καταστροφή της Χίου συγκλόνισε όχι μόνο τον Ελληνισμό, αλλά και όλη την Ευρώπη. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Οι εφημερίδες έγραφαν άρθρα εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους για τη μεγάλη σφαγή. Βιβλία κυκλοφορούσαν στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και οι φιλέλληνες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για να βοηθήσουν τα θύματα. Από τη μεγάλη σφαγή της Χίου εμπνεύστηκε ο μεγάλος Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος Ντελακρουά
τον ομώνυμο πίνακα του και ο Βίκτωρ Ουγκώ το ποίημά του «Το Ελληνόπουλο» Η ελληνική νέμεση θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά - Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 προς 7 Ιουνίου 1822) όπου βρήκε το θάνατο και ο ίδιος ο σφαγέας της Σαμοθράκης και της Χίου.
5. Καταστροφή της Νάουσας
Αραπίτσα: Το Ζάλογγο της Μακεδονίας
Η Νάουσα στην απαρχή της Επανάστασης του ‘21 ήταν μία ακμάζουσα πόλη με 10.000 κατοίκους. Το Φεβρουάριο του 1822, ανήμερα της Κυριακής της Ορθοδοξίας, ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης ύψωσε την επαναστατική σημαία στο μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της λειτουργίας. Αμέσως μετά 1.800 επαναστάτες προχώρησαν σε επίθεση εναντίον της Βέροιας χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Αντίθετα, σημαντική νίκη σημείωσαν οι επαναστάτες στις 12 Μαρτίου στη Ι. Μ. Παναγίας Δοβρά, με επικεφαλής τον αρματολό Γερο-Καρατάσο, τον Αγγελή Γάτσο και τον Ζαφειράκη. Στη συνέχεια οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το μοναστήρι, ενώ οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στη Νάουσα.
Η εκστρατεία όμως του Εμπού Λουμπούτ, πασά της Θεσσαλονίκης, με 18.000 άντρες ανάγκασε τους επαναστάτες να οχυρωθούν μέσα στην πόλη της Νάουσας. Μετά από πολιορκία τριών εβδομάδων και σφοδρό κανονιοβολισμό τη νύχτα της 12ης προς την 13η Απριλίου οι Τούρκοι κατόρθωσαν να μπουν στην πόλη, Ακολούθησε ηρωική αντίσταση των κατοίκων, με σκληρές οδομαχίες και μάχες σώμα με σώμα. Ωστόσο, ο Ζαφειράκης με τον Καρατάσο, τον Διαμαντή Νικολάου και 500 συντρόφους τους, αμύνθηκαν για 3 μέρες, κλεισμένοι στον πύργο του πρώτου, στα νοτιοδυτικά της πόλης, διευκολύνοντας τη φυγή πολεμιστών και γυναικόπαιδων. Όταν ο αποκλεισμός του πύργου του Ζαφειράκη έγινε στενότερος, οι πολιορκημένοι πραγματοποίησαν έξοδο και βρήκαν καταφύγιο στο Βέρμιο.
Μέσα στη Νάουσα οι σφαγές είχαν μεταβάλει την πόλη σε πραγματική κόλαση και γράφτηκαν νέες σελίδες αυτοθυσίας και ηρωισμού. Στη θέση Στουμπάνοι, στη γέφυρα της Αραπίτσας, δεκατρείς νέες για να αποφύγουν την ατίμωση έπεσαν στον καταρράκτη και βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι νεκροί, ανάμεσά τους και ο Κώστας Κασομούλης, πατέρας του αγωνιστή και ιστορικού Νικολάου Κασομούλη και οι αιχμάλωτοι έφτασαν τις 5.000, σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Από τους αιχμαλώτους «πολλοί ανηλεώς εβασανίσθησαν, πολλαί γυναίκες εις τας φλόγας ερρίφθησαν, έγκυοι εξεκοιλιάσθησαν, τέκνα έμπροσθεν των γονέων εσφάγησαν», σύμφωνα με τον Τρικούπη. Αλλά και από τις τουρκικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η μανία των Τούρκων εναντίον των αμάχων υπήρξε ασυγκράτητη.
6. Η καταστροφή της Κάσου
Η Κάσος, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε αναπτύξει αξιόλογη ναυτιλία και διατηρούσε ένα είδος αυτονομίας από την Υψηλή Πύλη. Γύρω στο 1820 να έχει πάνω από 10.000 κατοίκους, ενώ ο στόλος του αριθμούσε γύρω στα 100 καράβια!
Η Κάσος ξεσηκώθηκε ήδη από τον Απρίλιο του 1821 και έθεσε στον επαναστατικό αγώνα τη ναυτική της δύναμη. Τα μέχρι τότε ξακουστά εμπορικά οπλίζονται με κανόνια και αρχίζουν την πολεμική τους δράση. Η Κάσος λόγω της γεωγραφικής της θέσης αλλά και της ναυτικής δύναμης που διέθετε, αποτελούσε σημαντικότατο έρεισμα των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων στο Αιγαίο. Βοήθησε σημαντικά την επανάσταση της Κρήτης και γενικότερα ήταν μεγάλη η συμβολή της στην Επανάσταση του ’21, μέχρι το 1824, που έγινε η μεγάλη σφαγή των κατοίκων της.
Οι Κασιώτες, στα μέσα Απριλίου του 1824, έχοντας πληροφορίες ότι είναι στόχος των Τουρκοαιγυπτίων, που είχαν καταπνίξει ήδη την επανάσταση στην Κρήτη, με διάχυτη αγωνία έστειλαν πολλές επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση του Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας για βοήθεια. Η «Διοίκησις» όμως ήταν «απασχολημένη» με τον εμφύλιο πόλεμο και την εξόντωση των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου. Δεν τους περίσσευαν χρήματα για να σωθεί η Κάσος! Ο Κουντουριώτης, ο οποίος ήταν υποχείριο του Κωλέττη και σκορπούσε τις λίρες του αγγλικού δανείου δεξιά και αριστερά, στην επιστολή του προς τους άτυχους κατοίκους της Κάσου απάντησε ότι δεν υπάρχουν λεφτά για τον ελληνικό στόλο και απορούσε γιατί οι Κασιώτες δεν είχαν πολεμοφόδια!
Στα μέσα Μαΐου 1824 οι Κάσιοι επανήλθαν στο αίτημά τους για βοήθεια χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα. Στις 27 Μαΐου(ν.η.) ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στ’ ανοιχτά της Κάσου, προερχόμενος από το ορμητήριό του στη Σούδα. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Αποβιβάστηκαν στην Κάσο στις 29 Μαΐου 1824.
Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κασιώτες να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη καθώς είχαν περικυκλωθεί και ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ρίχτηκαν στη σφαγή, την αρπαγή, τη λεηλασία, τους βιασμούς, πυρπολήσεις εκκλησιών, και σε κάθε είδους κτηνωδία, μεταφέροντας τα κομμένα κεφάλια στον Χουσεΐν Μπέη. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μερικοί κάτοικοι όμως κατάφεραν να σωθούν και να διαφύγουν στα γειτονικά νησιά. Ύστερα από τις σφαγές η Κάσος ερήμωσε. Η οριστική καταστροφή της θα συγκλονίσει τόσο την Ελλάδα όσο και την κοινή γνώμη της Ευρώπης. Η καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη και η καταστροφή της Κάσου άνοιξαν το δρόμο για την απρόσκοπτη απόβαση των αιγυπτιακών στρατιωτικών δυνάμεων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουάριο του 1825, με τις γνωστές σε όλους συγκλονιστικές ωμότητες που διέπραξε μέχρι τον Οκτ. του 1828 που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.
7. Η καταστροφή των Ψαρών
Τα Ψαρά, το μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές τον Παπανικολή, τον Κανάρη και τον Πιπίνο. Η οργανωμένη δράση των ψαριανών πολεμικών πλοίων και οι αμέτρητες πειρατικές τους ενέργειες κατά των Τούρκων στα παράλια της Μικράς Ασίας κυρίως προκάλεσαν την οργή και τη μήνη των Οθωμανών. Ο Ψαριανός ναύαρχος Κ. Νικόδημος αναφέρει στο «Υπόμνημα της νήσου των Ψαρών» ότι ο σουλτάνος εξοργισμένος για τις ενέργειες των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών, όταν είδε στον χάρτη το μικρό στίγμα που αντιπροσώπευαν τα Ψαρά, αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Έδωσε διαταγή να ετοιμασθεί μεγάλη μοίρα του στόλου του και να καταστρέψει το μικρό σε έκταση αλλά δραστήριο νησί.
Οι πρόκριτοι των Ψαρών που είχαν πληροφορίες για επικείμενη επίθεση του τουρκικού στόλου και τη συμμαχία των Οθωμανών με τον Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου, έστειλαν δεκάδες επιστολές προς την κυβέρνηση για να ζητήσουν βοήθεια. Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και με την Κάσο, έδειξε την συνήθη αδιαφορία στις εκκλήσεις των Ψαριανών, όντας απασχολημένη με την εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων. Ο Κωλέττης και οι αδελφοί Κουντουριώτη απαντούσαν αόριστα με υποσχέσεις, εκθειάζοντας απλώς τη γενναιότητα των Ψαριανών.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου 1824 ισχυρή τουρκική μοίρα από δίκροτα, φρεγάτες, κορβέτες, κανονιοφόρους, μεταγωγικά και 12 χιλιάδες άνδρες αποπλέει από το Σίγρι της Μυτιλήνης με πορεία προς τα Ψαρά.
Στα Ψαρά τότε, εκτός τις 7.000 ντόπιους κατοίκους, είχαν καταφύγει και 23.000 περίπου πρόσφυγες από τα γύρω μικρασιατικά παράλια καθώς και από τη Χίο, τα Μοσχονήσια και άλλα μέρη, αναζητώντας καταφύγιο και προστασία από τους Ψαριανούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγονταν και πάνω από 1.000 Θεσσαλοί και Μακεδόνες που είχαν πάει για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Η πρώτη προσπάθεια για απόβαση στρατού απέτυχε, όπως και εκείνη που επιχειρήθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου. Έπειτα όμως από ισχυρό κανονιοβολισμό και παραπλανητική ενέργεια οι Τούρκοι πέτυχαν την ίδια μέρα την απόβαση των αγημάτων τους στο νησί.
Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το φρούριο του Παλαιόκαστρου (περιοχή που έκτοτε ονομάστηκε Μαύρη Ράχη),η οχυρή θέση που δεσπόζει πάνω από τη Χώρα. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν το απόγευμα της 22ης Ιουνίου η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.
Μετά την πτώση του φρουρίου και την ολοκληρωτική ήττα των νησιωτών ακολούθησαν τραγικότατες σφαγές, αιχμαλωσία, αρπαγές, πυρπόληση και γενική καταστροφή του νησιού. Από τους 7.000 κατοίκους του νησιού οι 4.000 περίπου σκοτώθηκαν. Από τους 23.000 περίπου πρόσφυγες και τους 1.000 Θεσσαλομακεδόνες μονάχα οι 10.000 σώθηκαν, οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός συγκλονισμένος από τη σφαγή, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς, θα συνθέσει το περίφημο επίγραμμα:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πού ΄χαν μείνει στην έρημη γη.
8. Η Έξοδος του Μεσολογγίου
«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» Δ. Σολωμός
Η ηρωική έξοδος των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων του 1826, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας.
Είχε προηγηθεί η πρώτη αποτυχημένη πολιορκία, το 1822. Η δεύτερη, που κράτησε ένα χρόνο, ξεκίνησε στις 15 Απριλίου 1825 με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών του Κιουταχή. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 περίπου άτομα, εκ των οποίων 4.000 με 5.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, τον Ασπροπόταμο, τη Σαμαρίνα. Στις αρχές Νοεμβρίου 1825 ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποβίβασε 8.000 ακόμη Αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο ίδιος ο Ιμπραήμ, ο οποίος είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Οι δύο στρατιές πολιόρκησαν ασφυκτικά την πόλη και άρχισαν έναν ανηλεή κανονιοβολισμό. Μετά την πτώση των δύο νησίδων, Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου) η θέση των πολιορκημένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτήν.
Η κατάσταση για τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου από την πείνα, τις αρρώστιες και την εξάντληση έγινε τραγική. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες!
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης αποφάσισε την έξοδο των πολιορκημένων. Οι κάτοικοι θα έφευγαν μέσα στη νύχτα, κρυφά ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από τους πολιορκητές. Η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου ορίστηκε η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου του 1826). Όμως, το σχέδιο της εξόδου είτε προδόθηκε είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά είχε ως αποτέλεσμα οι Μεσολογγίτες να δεχτούν απρόσμενα σφοδρή επίθεση από δυνάμεις του Ιμπραήμ και του Κιουταχή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο Γρηγ.Λιακατάς, οι περισσότεροι από τους μαχητές της Σαμαρίνας, ο Γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι Γερμανοί φιλέλληνες.
Μόνο 1.500 κατάφεραν να σωθούν. Ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ, μπήκαν πια κατακτητές στο Μεσολόγγι.
Η θυσία του Καψάλη και του επισκόπου των Ρωγών Ιωσήφ
Τραγικό και συγκινητικό γεγονός στην πολιορκία του Μεσολογγίου ήταν η θυσία του Χρήστου Καψάλη. Ο Καψάλης ήταν προύχοντας και επαναστάτης του Μεσολογγίου. Στις 8 Απριλίου 1826, όταν αποφασίστηκε η Έξοδος, δήλωσε πως δε μπορούσε λόγω ηλικίας να συμμετέχει και πως προτιμά να πεθάνει στα ερείπια της πατρίδας του. Την παραμονή της Εξόδου συγκέντρωσε γυναίκες, παιδιά, ασθενείς, εξαντλημένους από την πείνα και τις αρρώστιες, και όσους ανάπηρους δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην έξοδο, σύνολο 400 άτομα. Τους συγκέντρωσε όλους σε μια μεγάλη πυριτιδαποθήκη κάτω από τον προμαχώνα του Νότη Μπότσαρη. Την νύχτα της Εξόδου έψελναν νεκρώσιμες ακολουθίες. Ο Καψάλης κρατούσε συνεχώς ένα αναμμένο δαυλί στο χέρι του. Το πρωί, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ο Καψάλης, αψηφώντας το θάνατο, ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και μεγάλο πλήθος εχθρών.
Το τελευταίο προπύργιο του Μεσολογγίου ήταν ο Ανεμόμυλος όπου κλείστηκε μια μικρή ομάδα με τον Ιωσήφ των Ρωγών, τον επίσκοπο των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Ο Ανεμόμυλος βρισκόταν σε μια νησίδα ελάχιστα μέτρα μακριά από το ηπειρωτικό μέρος του Μεσολογγίου. Η στρατιές των Τουρκοαιγυπτίων την περικύκλωσαν και προσπαθούσαν δυο μερόνυχτα να την καταλάβουν. Κι όταν τα πυρομαχικά εντός του Ανεμόμυλου τελείωναν και βοήθεια δεν ερχόταν πήραν την απόφαση να βάλουν φωτιά στο εναπομείναν μπαρούτι προκειμένου κανείς τους να μην πέσει στα χέρια των πολιορκητών αλλά και να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες τους κατακτητές.
Η ηρωική έξοδος των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων του 1826, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Συγκλόνισε τη διεθνή γνώμη και προκάλεσε ένα πρωτόγνωρο κύμα φιλελληνισμού σε όλη την Ευρώπη, δρομολογώντας τις εξελίξεις για την οριστική απελευθέρωση και τη σύσταση του Ελληνικού κράτους.
Οι Επαναστάτες, συγκλονισμένοι από τα γεγονότα, ανέβαλαν τις εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (την οποία πραγματοποίησαν αργότερα στην Τροιζήνα ). Παράλληλα, παραιτήθηκε και η κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη. Η ελληνική επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί καθώς μόνο ο Καραϊσκάκης συνέχιζε τον Αγώνα. Η Έξοδος των Μεσολογγιτών, που αντιστάθηκαν ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη, καθώς αναθέρμανε στην Ευρώπη το φιλελληνικό κίνημα και ξεσήκωσε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση. Το Μεσολόγγι από τότε έγινε παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών δημιουργών απ’ όλο τον κόσμο. (Βύρωνας, Γκαίτε, Ουγκώ, Ντελακρουά…) αλλά και του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού για την υπέροχη ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Από την πρώτη πολιορκία του εξάλλου είχε εμπνευστεί και τον Εθνικό μας Ύμνο.
9. Η συστηματική καταστροφή της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ
Στο πλαίσιο της συμφωνίας Οθωμανών - Αιγυπτίων το 1824 η Κρήτη και η Πελοπόννησος θα προσαρτούνταν στην Αίγυπτο μετά από την καταστολή της επανάστασης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σπυρ. Τρικούπη, ο Ιμπραήμ στάλθηκε στην Πελοπόννησο με σκοπό, αφού πρώτα υποτάξει τους Έλληνες, να μεταφέρει όλον τον ελληνικό πληθυσμό με βίαιη (και αναγκαστική) μετοικεσία στην Αίγυπτο, ενώ στην Ελλάδα να μεταφέρει νέους μουσουλμανικούς πληθυσμούς για να την κατοικήσουν. Ο Ιμπραήμ προέβη σε λεηλασίες, βιαιοπραγίες, σφαγές, πυρπολήσεις και μαζικούς εξανδραποδισμούς των Ελλήνων κάτι που είχε ξαναζήσει η Πελοπόννησος στα Ορλωφικά το 1770. Όλες αυτές οι βιαιότητες αλλά και τα σχέδια του Ιμπραήμ να κυριαρχήσει στην περιοχή, αποτέλεσαν την αφορμή να επέμβουν οι Μεγάλες δυνάμεις για να αναχαιτιστεί η ενοχλητική παρουσία του φιλόδοξου Αιγύπτιου. Μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Oκτωβρίου 1827) και την καταστροφή του στόλου του Ιμπραήμ, οι αιγυπτιακές δυνάμεις αποχώρησαν, μεταφέροντας μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό χριστιανών σκλάβων - αιχμαλώτων από την Πελοπόννησο και το Μεσολόγγι..
...................................................................................
Σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου υπήρχε ελληνισμός, κατά τη διάρκεια του Αγώνα διαδραματίστηκαν πολλά τραγικά γεγονότα, άλλα γνωστά και άλλα λιγότερο γνωστά.
Διωγμοί έγιναν και στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη, στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), στην Κρήτη, στη Ρόδο και την Κύπρο αλλά και στη δική μας Αργιθέα και τα Άγραφα γενικότερα. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε όλες αυτές τις περιοχές. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί και μοναχοί αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη, πυρπολήθηκαν εκκλησίες, εκπατρίστηκαν και πέθαναν από κακουχίες πάρα πολλοί.
Οι υπολογισμοί των ερευνητών για τις ελληνικές απώλειες κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις. Μετριοπαθείς εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για 230.000 νεκρούς, αναφέρονται όμως και νούμερα που ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο, όταν οι κάτοικοι στις επαναστατημένες περιοχές ήταν λίγο πάνω από το 1.000.000....
Το βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες, όταν φώναξαν ελευθερία ή θάνατος το εννοούσαν και πλήρωσαν βαρύ το τίμημα της ανεξαρτησίας....
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων αυτών που θυσιάστηκαν ή προσέφεραν στους Αγώνες της πατρίδας μας. Ας θυμόμαστε πάντα την ιστορική φράση του Μακρυγιάννη: "…Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά". Πάντα η Ρωμιοσύνη, σαν τον Φοίνικα, πετιέται από 'ξαρχής και αντριεύει και θεριεύει!
Προηγούμενα αφιερώματα:
- Α' ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821. Τα όπλα των Αγωνιστών
- Β’ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821. «Οι λαβωματιές του ‘21» Υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη των Αγωνιστών
- Γ’ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821. Ο έρωτας στα χρόνια της επανάστασης του 1821!
- Δ’ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821. Η φορεσιά των Αγωνιστών
- Ε' ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821. Προδοσίες και «Εφιάλτες» στα χρόνια του Αγώνα