16 - 10 - 2025
Είσοδος μελών

Ela na paiksoume

Του Μενέλαου Παπαδημητρίου

02 Papadimitriou Menelaos ΟΙ ΑΡΓΙΘΕΑΤΕΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ του Βασιλείου από Αετοχώρι - Μαρκελέσι Στεφανιάδας & ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ του Βασιλείου, από το Ρώσση Πετρίλου, επί 8ετία ΘΕΩΡΟΥΜΕΝΟΙ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ήσαν τελικά αιχμάλωτοι του Αλβανικού καθεστώτος και επέστρεψαν το 1956.

 Στην όλη ιστορική έρευνά μου και καταγραφή γεγονότων του εμφυλίου πολέμου στην Ιδιαίτερη Πατρίδα μας έπεσα επάνω και σε δυο συμπατριώτες Αργιθεάτες που θεωρούντο νεκροί στις μάχες του εμφυλίου στο Γράμμο και μάλιστα τους είχαν κάμει και μνημόσυνο στα Χωριά τους. Η μάνα δε του ενός είχε πάρει και σύνταξη - βοήθημα από το Κράτος.

 Όμως μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια αιχμαλωσίας και καταναγκαστικών έργων στην Αλβανία οι συμπατριώτες Αργιθεάτες επιστρέφουν και φιλούν το χώμα της Πατρίδας!!! Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία τους.

 Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ του Βασιλείου από Αετοχώρι - Μαρκελέσι Στεφανιάδας & ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ του Βασιλείου, από το Ρώσση Πετρίλου - ΑΡΓΙΘΕΑΤΕΣ - θεωρούμενοι από το 1948-49 νεκροί του εμφυλίου, υπήρξαν αιχμάλωτοι του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία και μετά από παρεμβάσεις γύρισαν στο Χωριά τους το 1956!!!

 Πρόκειται για τους δύο Αργιθεάτες στρατιώτες του Εθνικού Στρατού που στις μάχες του εμφυλίου στο Γράμμο το 1948 αιχμαλωτίσθηκαν από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και κατά την υποχώρησή τους προς Αλβανία τους πήραν μαζί τους στο Αλβανικό έδαφος όπου τους παρέλαβαν οι Αλβανοί - το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα και για 8 σχεδόν ολόκληρα χρόνια τους είχε αιχμαλώτους - φυλακισμένους και υπό μορφή σκλαβιάς και κάτω από άθλιες συνθήκες δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα, φτιάχνοντας κυρίως δρόμους.

 Για τη μαύρη αυτή σελίδα του εμφυλίου και για μια αναφορά μνήμης στα όσα υπέστησαν οι μακαρίτες πλέον συμπατριώτες μας έλαβα συνεντεύξεις από τους:

 α) Φώτιο Τσιαπραΐλη του Δημητρίου και της Ξανθής, κάτοικο Ιλισίων Αττικής.

 β) Γεώργιο Καραγιώργο του Ευαγγέλου και της Αικατερίνης, κάτοικο Ελάτειας

 γ) Θωμά Χαμπλά του Ευαγγέλου και της Γλυκερίας, κάτοικο Ελάτειας .- Άπαντες γεννηθέντες στη Στεφανιάδα Αργιθέας και χωριανοί του Γρηγορίου Τσαπραϊλη.- Και

 δ) Μαρία Τσαπραΐλη του Γρηγορίου και της Κασσιανής, συζ. Νικολάου Μπαλάνου, θυγατέρα του.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ - αφηγήσεις

 Συνέντευξη Φώτη Τσιαπραΐλη

 (ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ)

 Μ.Π.: Μενέλαος Παπαδημητρίου

 Φ.Τ.: Φώτης Τσιαπραΐλης

 Μ. Π.: 31 δωδεκάτου 2024. Εδώ, στα Ιλίσια Ζωγράφου, Αττικής. Στο καφέ του Ράκια, του Σωτήρη του Κολομπάτσιου από τα Γρυμπιανά Αργιθέας, συναντηθήκαμε σήμερα με το συμπατριώτη τον αγαπητό, τον Φώτη Τσαπραΐλη του Δημητρίου και της Ξανθής που γεννήθηκε στο Αετοχώρι -Μαρκελέσι Στεφανιάδας το 1939.

 Θέλουμε σήμερα εδώ, ο αγαπητός Φώτης να μας εξιστορήσει… να μου εξιστορήσει τι γνωρίζει για τον Γρηγόρη Τσαπραΐλη, του Βασιλείου και της Κυριακής. Ήταν γεννημένος κι αυτός στο Αετοχώρι, στο Μαρκελέσι Στεφανιάδας.

 Φ. Τ.: … Ο Γρηγόρης Τσαπαραϊλης οποίος έτυχε στα γεγονότα του εμφυλίου… υπηρετούσε κανονικά. Προς το τέλος του ’48 και ’49.

 Μ. Π.: Υπηρετούσε τη θητεία του ως στρατιώτης στα γεγονότα του εμφυλίου το ’49.

 Φ. Τ.: Ναι, κάπου εκεί μέσα ήταν.

 Μ. Π.: Ναι, που υπηρετούσε πού;

 Φ. Τ.: Στο Γράμμο. απάνω, σύνορα με την Αλβανία.

 Μ. Π.: Τι μάθατε; Γιατί απ’ ό,τι εγώ άκουσα για δέκα χρόνια ήτανε εξαφανισμένος, τον θεωρούσαν σκοτωμένο.

 Φ. Τ.: … οκτώ χρόνια ήταν… Ναι, μας έστειλε… έστειλε τότε στην μάνα του πως ζούσε αγνοούμενος πολέμου.

 Μ. Π.: Αα… έστειλε ο στρατός.

 Φ. Τ.: Ναι, έστειλε ο στρατός…

 Μ. Π.: … στην μάνα του ενημέρωση

 Φ. Τ.: Αγνοούμενος πολέμου

 Μ. Π.: Ότι ήταν αγνοούμενος πολέμου.

 Φ. Τ.: Βγάλανε μια σύνταξη, κάμαν τα μνημόσυνα εδώ η μάνα του και τα αδέρφια του, ο πατέρας μου και τ’ άλλα τα αδέρφια. Βγάλανε μια σύνταξη στη γιαγιά, δε θυμάμαι… τρία κατοστάρικα;

 Μ. Π.: Στην μάνα του.

 Φ. Τ.: Στην μάνα του. Και τον είχανε ξεγράψει, όλοι,

 Μ. Π.: Εσύ τώρα με τον Γρηγόρη, πρώτα ξαδέρφια;

 Φ. Τ.: Όχι, ήταν μπάρμπας, αδερφός του πατέρα μου.

 Μ. Π.: Ααα… αδερφός του πατέρα σου ήταν…

 Φ. Τ.: … ναι, αδερφός του πατέρα μου. Ε… πέρασαν τα χρόνια αυτά, ώσπου το 1956, κάπου… ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ο δάσκαλος, ήταν στην Καρδίτσα και διάβασε στην εφημερίδα ότι είναι εν ζωή. Από πού το έμαθε; Είχαν δραπετεύσει δύο από εκεί, μέσα σ’ αυτούς ήταν να φύγει και αυτός, τρεις, και το βράδυ τον έπιασε σαράντα πυρετός και… δεν μπόρεσε… δεν το ξεκίνησε αυτός, και είπαν τα ονόματα, όσους ήξεραν αυτοί, έστειλε γράμμα εκείνος στον πατέρα μου, αναστατώθηκαν όλοι. Και περιμέναν μετά, γίναν οι διαδικασίες, να μην τα πολυλογώ, το 1956, το καλοκαίρι, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, πήγαν να ‘ρθουν, τα ονόματα αυτά που ‘ξέραν και πήραν αρκετούς. Ήταν πολλοί που είχαν κρατούμενους.

 Μ. Π.: Αυτοί τώρα βρέθηκαν στο αλβανικό έδαφος…

 Φ. Τ.: … στο αλβανικό έδαφος. Ήταν αιχμάλωτοι…

 Μ. Π.: … και τους αιχμαλώτισαν οι Αλβανοί τότε.

 Φ. Τ.: Τους πήγαν από ‘δω που τους ‘πιάσαν, τραυματίστηκε τούτος, ήταν με το πολυβόλο, είχε και βοηθό που… με το πολυβόλο και εκεί που τραυματίστηκε, ο βοηθός του λέει “πάμε να φύγουμε” και εκείνος δεν μπορούσε να φύγει, ο άλλος, ο βοηθός του έφυγε και ούτε ξέρει τι έγινε εκείνος και τούτος κάπου κρύφτηκε, σε κάτι δάση εκεί, τον βρήκαν μετά από εκεί, τον πήραν και τον πήγαν στην Αλβανία. Δεν ήξεραν που είναι αυτοί.

 Μ. Π.: Ναι, σε τι τόπο είναι εκεί;

 Φ. Τ.: Ε… Αλβανία, πρέπει να τους είχαν μανδρωμένους μέσα και τους βάζαν και κάναν διάφορες εργασίες. Από πείνα… δε λέγεται.

 Μ. Π.: Ναι. Τι σας μολόγαγε, όταν ήρθε στο χωριό, όταν ήρθε θέλω να μου περιγράψεις…

 Φ. Τ.: … αυτά τα βασανιστήρια εκεί πέρα….Πέθαναν πολλοί εκεί πέρα, απ’ την πείνα και απ’ την κακουχία. Κόβαν και… καλαμπόκια και τους φυλάγαν γύρω. Πήγαιναν εκατό εδώ, πενήντα εκεί, απαγορευόταν να φαν κι απ’ την πείνα τρώγαν καλαμπόκι κρυφά εκεί που μαζεύαν και μερικοί πεθαίναν το βράδυ. Φούσκωναν τα καλαμπόκια νηστικοί και ένας αυτός γλίτωσε, να πούμε, και όταν πήγε με το Αβέρωφ νομίζω, πήγε και τους παρέλαβε.

 Μ. Π.: Ε… απ’ ό,τι διάβασα ιστορικά εγώ, δύο καράβια πήγαν και τους πήρανε. Πρώτα πήγε μια παρτίδα…

 Φ. Τ.: … ναι πρώτα πήγε την πρώτη παρτίδα και…

 Μ. Π.: … δε θυμάμαι το άλλο το καράβι ποιο ήταν.

 Φ. Τ.: Το Αβέρωφ νομίζω ήτανε το πρώτο. Μόλις πήγαν και μέσα στο καράβι τους δώσαν και κρέας να φάνε. Κρέας είχανε να φάνε από τότε που φύγαν και από τη λαιμαργία τους που ήταν, έσπασε τρία, τέσσερα δόντια, έτρωγε και τα κόκαλα.

 Μ. Π.: Ο μακαρίτης ο Γρηγόρης. Μακαρίτης μετά βέβαια.

 Φ. Τ.: Ναι, με αποτέλεσμα, ήρθαν στον Πειραιά, ήταν Υπουργός στρατιωτικών τότε, η Λίνα Τσαλδάρη και τι ήταν… ένα ζευγάρι αρβύλες και μια στολή, ήταν ρακένδυτοι και τους είπε που τους δώσαν… (γελώντας). Τελικά, πήγαν εδώ στους γιατρούς, τον πήγαν εδώ τα αδέρφια του, είχε στίγμα φυματίωσης. Νοσηλεύτηκε στο Σανατόριο Λαμίας ένα διάστημα, έγινε καλά, γύρισε στο χωριό, τα αδέρφια του μοιράσαν τα χωράφια που είχαν και τα ζωντανά και ξαναμοιρασαν, βγάλαν όλοι και του δώσαν το μερίδιό του.

 Μ. Π.: Και του δώσαν το μερίδιό του.

 Φ. Τ.: Ναι.

 Μ. Π.: Έτσι έπρεπε να κάνουν τα αδέρφια και…

 Φ. Τ.: … και έτσι έκαναν.

 Μ. Π.: Έτσι έκαναν με όλο το σεβασμό. Εκεί που του είχαν κάνει μνημόσυνα και λοιπά…

 Φ. Τ.: … ε… μνημόσυνα και αυτά, τώρα ξέραν… οκτώ χρόνια από το ’48 μέχρι το ’56, οκτώ χρόνια.

 Μ. Π.: Οκτώ χρόνια. Εσύ τον θυμάσαι;

 Φ. Τ.: Πώς και δεν τον θυμάμαι; Ήμουν ολόκληρο παιδάκι.

 Μ. Π.: Ήσουν μεγαλούτσικος τώρα εσύ.

 Φ. Τ.: Ναι. Εγώ ήμουν…

 Μ. Π.: … ’39, ’49, ήσουν δέκα χρονώ και όταν γύρισε ήσουν 15, 16 χρονώ. Έτυχε να τον δεις τότε, όταν ήρθε στο χωριό πάνω;

 Φ. Τ.: Τον είδα από τη Λαμία που πήγανε στο Σανατόριο.

 Μ. Π.: Α… πήγες και τον είδες εκεί. Η μάνα του ζούσε;

 Φ. Τ.: Αμέ… κι αν ζούσε. Η μάνα του ήταν… πέθανε 103 χρονώ.

 Μ. Π.: Α… μεγάλη.

 Φ. Τ.: Πέθαναν τα αδέρφια και η μάνα ζούσε ακόμα.

 Μ. Π.: Ποια άλλα αδέρφια είχε;

 Φ. Τ.: Είχε τον πατέρα τον δικό μου, τον Θεοδόση, τον Παντελή, ήτανε αρκετοί.

 Μ. Π.: Αδερφές;

 Φ. Τ.: Είχε Ευτυχία, Γλυκερία, Θάλια, Παρασκευή, ήτανε οκτώ, εννιά αδέρφια.

 Μ. Π.: Όταν υπηρετούσε στρατιώτης και συνελήφθη τέλος πάντων με όλη αυτήν την περιπέτεια ήταν ανύπαντρος.

 Φ. Τ.: Ανύπαντρος, ανύπαντρος. Μετά, όταν ήρθε εδώ. Μετά από κανά δυό χρόνια παντρεύτηκε, την Κασσιανή.

 Μ. Π.: Η Κασσανή…

 Φ. Τ.: … ήταν του Παπατζήμα.

 Μ. Π.: Του Παπατζήμα από τα Κέδρα Ευρυτανίας;

 Φ. Τ.: Ναι, η καταγωγή, αλλά ήταν σώγαμπρος στο Μαρκελέσι…

 Μ. Π.: … ο πατέρας της Κασσιανής;

 Φ. Τ.: Ο πατέρας της Κασσιανής.

 Μ. Π.: Ναι, μάλιστα, από τα Κέδρα, από το παλιό Χορίγκοβο που λέγαμε…

 Φ. Τ.: … απ’ το Χορίγκοβο.

 Μ. Π.: Θυμάσαι σκηνές όταν ήρθε εκεί στο χωριό στο Μαρκελέσι απάνω…

 Φ. Τ.: … ε… έγινε χαμός, έγινε χαμός. Μαζεύτηκαν όλοι εκεί πέρα, ψήναν, γλεντάγανε, τα συνηθισμένα, ξέρεις τι γινόταν…

 Μ. Π.: …. ναι, ναι, να τον προϋπαντήσουν, να τον καλωσορίσουν, να τον περιποιηθούν. Οκτώ χρόνια και να μην… να είσαι αποκομμένος, να σε θεωρούν ως χαμένο, να πάρει και σύνταξη η μάνα του και αυτός να ζει κάτω από αυτές τις συνθήκες.

 Φ. Τ.: Ε… και μολόγαγε βασανιστήρια. Δεν κόταγαν ούτε να μιλήσουν τίποτα, ούτε γιατί είχε και ρουφιάνους κι απ’ τους ίδιους ακόμα μέσα, να επιβιώσουν να πούμε, άμα μίλαγες “το φαγητό δεν είναι καλό”, τι φαγητό; Φακές και φασόλια και κυνήγαγες να τις πιάσεις τις φακές, αυτά που ΄λεγε. Αλλά τότε ήταν γερό παλικάρι, ήταν αντρούκλας, γι’ αυτό κι άντεξε… άντεξε τα βασανιστήρια. Κι όταν πήγαν στο καράβι λέει και στη θάλασσα να φύγουν, πέταγαν, έσκιζαν τα ρούχα, εκείνα τα παλιόρουχα που είχαν και τα πετάγανε και τους ‘λέγαν “μην το κάνετε αυτό, γιατί έχουμε και άλλους συναδέλφους πίσω”.

 Μ. Π.: Πίσω.

 Φ. Τ.: Ναι και τους καταησυχάσανε. Επαναστατήσαν μέσα στο καράβι.

 Φ. Τ.: Φαντάζεσαι τι γινόταν.

 Μ. Π.: Χότζας τότε στην Αλβανία, σκληρό καθεστώς, εμφύλιος από ‘δω, εκεί…

 Φ. Τ.: … ναι, το καθεστώς του Χότζα τότε…

 Μ. Π.: … Χότζας από εκεί, δηλαδή και εδώ χαμένος σε έναν εμφύλιο και εκεί χαμένος και τυραννισμένος.

 Φ. Τ.: Τυραννισμένος. Αυτά τα λίγα θυμάμαι. Πέρασαν και τόσα χρόνια.

 Μ. Π.: Ναι. Ο ίδιος… φαντάζομαι την πρώτη μέρα που έφθασε επάνω στη Στεφανιάδα, στο Αετοχώρι, εκεί στο Μαρκελέσι…

 Φ. Τ.: … πάει το κλάμα σύννεφο.

 Μ. Π.: Ναι. Σας μολογούσε μετά άλλα περιστατικά από εκεί.

 Φ. Τ.: Τέτοια… δεν έβλεπαν τίποτα άλλο. Τους είχαν μαντρωμένους μέσα, τους πήγαιναν για διάφορες δουλειές, κλείσιμο μέσα τίποτα… δεν ήξεραν τίποτα άλλο έξω.

 Μ. Π.: Σε ποιο χωριό; Σε ποια πόλη να τους είχαν εκεί;

 Φ. Τ.: Δεν ήξερε… δεν ήξερε… που ήταν.

 Μ. Π.: Δεν ήξερε τίποτα…

 Φ. Τ.: … δεν ήξερε τίποτα που ήταν. Ήταν απομονωμένοι εκεί που ήταν, δεν ήταν τίποτα λέει γύρω. Όταν τους έπαιρναν λέει και τους πήγαιναν γύρω, τότε έβλεπαν ένα χωριό έξω, αλλά δε ήξεραν…

 Μ. Π.: … ούτε ποιο χωριό είναι…

 Φ. Τ.: … ούτε ποιο είναι ούτε πού είναι.

 Μ. Π.: Αν είναι βορειοηπειρώτικα χωριά με βορειοηπειρώτες…

 Φ. Τ.: … όχι, δεν ήξεραν τίποτα.

 Μ. Π.: Δικούς μας πατριώτες και λοιπά…

 Φ. Τ.: … δεν τους άφηναν καθόλου. Ούτε να μιλήσουν. Τίποτε. Να μιλήσουν… και με ποιον να μιλήσουν… οι φρουροί τους φύλαγαν, με τα όπλα. Τους έβαζαν μες στα χωράφια και καθόνταν γύρω - γύρω.

 Μ. Π.: Μάλιστα… Τι χρόνια κι αυτά…

 Φ. Τ.: … παλιοκαταστάσεις. Μην ξανάρθουν τέτοια χρόνια.

 Μ. Π.: Ε βέβαια. Ούτε του εμφυλίου τα δικά μας, ούτε πολέμους με άλλες χώρες, γειτονικούς λαούς και δώσ’ του, και δώσ’ του, και δωσ’ του.

 Φ. Τ.: Άλλο τίποτα να θυμάσαι, να ρωτήσεις;

 Μ. Π.: Όχι, εγώ… ότι εσύ θυμάσαι να μου πεις και μετά θα τα αξιολογήσω εγώ, από αυτά, κάποια, επειδή θέλω να κάνω ένα άρθρο έτσι στο ιστορικό του.

 Φ. Τ.: Και πώς θα το δημοσιεύσεις, θα το γράψεις;

 Μ. Π.: Ε… θα δω τώρα, μπορεί και… πέραν από την ιστοσελίδα μου, τα δημοσιεύω και φεύγουνε στο Google, έχουν παγκόσμια θέαση αυτά… τα βλέπει ο κόσμος, τα διαβάζει απ’ όπου βρεθεί, να φανταστείς. Έχω κανά χρόνο τώρα που έχω τη σκέψη αυτή και εντάξει όχι επειδή είναι και συμπέθερος, εγώ δεν τον γνώρισα…

 Φ. Τ.: … στέλνοντας μήνυμα έτσι για την ιστορία.

 Μ. Π.: Κάτι, ναι, να μείνει για την ιστορία.

 Φ. Τ.: Για την ιστορία να μείνει κάτι.

 Μ. Π.: Είναι από τα λίγα περιστατικά τώρα. Τουλάχιστον εκεί στην Αργιθέα.

 Φ. Τ.: Που συνέβη…

 Μ. Π.: … ναι, που συνέβη αυτό. Δεν έχω ακούσει για άλλον… για τόσο πολύ. Είναι άλλο οι αριστεροί αντάρτες που έφυγαν στις χώρες αυτές ή στη Σοβιετική Ένωση και λοιπά, και λοιπά. Εκείνοι είχαν άλλο δρόμο, εδώ τώρα ήσουν μια ζωή αιχμάλωτος.

 Φ. Τ.: Εδώ δεν είχαν άλλο τίποτα. Τον πιάσαν, αιχμάλωτο, τον πήγαν μαζί με άλλους όσοι είχαν πιάσει τότε.

 Μ. Π.: Και ήταν γερός όπως λες, επιβίωσε…

 Φ. Τ.: … ναι… ήταν

 Μ. Π.: Τραυματίας… και δωσ’ του.

 Φ. Τ.: Ήταν γερό παλικάρι. Εγώ τον θυμάμαι τότε, πριν ακόμα, που από πολύ μικρός, πριν πάει φαντάρος και τον πιάσουν… ήταν ένας ομορφάντρας.

 Μ. Π.: Ψηλός; Γεροδεμένος; Οι Τσαπραΐλαίοι όλοι έτσι είναι…

 Φ. Τ.: … όλοι ήταν, όλοι.

 Μ. Π.: Ντερέκια, ψηλοί, γεροί, δυνατοί, αυτό και λοιπά… Εκεί στην κληματαριά ήταν το σπίτι του;

 Φ. Τ.: Όχι, στην κληματαριά έμενε ο πατέρας μου. Αυτός ήταν απέναντι, το σπίτι σώζεται ακόμα, ένα διώροφο σπίτι στο Μαρκελέσι.

 Μ. Π.: Κοντά στο σχολείο;

 Φ. Τ.: Λίγο πιο κατ’ απ’ το σχολείο.

 Μ. Π.: Εκεί που ήταν το Καραουλέικο, ένα διώροφο;

 Φ. Τ.: Όχι… πιο πάν’ στο…

 Μ. Π.: … ένα που είναι όρθιο εκεί…

 Φ. Τ.: … στην κληματαριά…

 Μ. Π.: … και είναι λίγο πεσμένο;

 Φ. Τ.: Δεν πρέπει να είναι πεσμένο. Μέχρι τώρα, πριν τρία, τέσσερα χρόνια πήγαινα εγώ απάνω ήτανε… σώζεται το σπίτι, το είχαν σκεπάσει μετά… τελευταία το σπίτι και δεν πήρε νερό μέσα.

 Μ. Π.: Α… αφού δεν πήρε από πάνω, από την αγραπίδα που λέμε, κρατιένται μετά ναι.

 Φ. Τ.: Ήταν το σπίτι αυτό, ήτανε διώροφο το σπίτι. Κατ’ ήταν το κατώι που λέμε και πάνω το κατοικίσιμο.

 Μ. Π.: … το κατώι για τα μουλάρια, τα αλογομούλαρα και λοιπά.

 Φ. Τ.: Αποθήκες του ‘χαν.

 Μ. Π.: Αποθήκες, ζωοτροφές και λοιπά και από παν’ το σπίτι.

 Φ. Τ.: Όταν επιστρέψαν απάνω, τότε, η πρόνοια του έδωσε και φτιάσαν παράγκες… κάτι, και επειδή ήταν πολυμελή οικογένεια μια πυρήνα που λέγανε, πυρήνα.

 Μ. Π.: Πυρήνα, ναι.

 Φ. Τ.: Έφκιαναν μια παράγκα εκεί πέρα.

 Μ. Π.: Όπως είχαν φτιάξει την παλιά πυρήνα στο Λιάσκοβο.

 Φ. Τ.: Ναι, έτσι. Τότε φκιάναν…

 Μ. Π.: … στον Καυκούλα.

 Φ. Τ.: Και ήρθε ένας μηχανικός τότε, παιδάκι εγώ, και λεγε “ποιανού είναι ταμένο το σπίτι;”. Και έγραφαν ότι δικαιούσαι πυρήνα. Ετούτοι εδώ δεν δικαιούνταν, το σπίτι δεν ήταν πεσμένο ή καμένο…

 Μ. Π.: … καμένο ή πεσμένο και λοιπά, ναι.

 Φ. Τ.: Ήταν πολλοί εκεί πέρα, να μας γράψεις, “μα δεν μπορούμε”, λέει… πιάσαν μια κουβέντα, ένας Φρύδας, ο Βασίλης, ο οποίος ζει ακόμα, είναι στον Καναδά…

 Μ. Π.: … από την γενιά του Μιλτιάδη;

 Φ. Τ.: Αδερφός του Μιλτιάδη.

 Μ. Π.: Αδερφός του μπάρμπα Μιλτιάδη του Φρύδα.

 Φ. Τ.: Είχε μια πέρδικα στο κλουβί και την είδε ο μηχανικός, εκεί που πήγαινε και έγραφε τα σπίτια και δε ξέρω πώς έγινε η κουβέντα εκεί και του λέει ο μηχανικός “και να ‘χα μια πέρδικα”. “Μπάρμπα” του λέω εγώ, “θα σου βρω εγώ πέρδικα”, “Άμα μου βρεις πέρδικα, θα γράψω μια πυρήνα”. Ήξερα μια φωλιά εγώ από έναν κέδρο και έβγαινε η πέρδικα, είχε τη φωλιά μέσα. Πάω πρωί εγώ με έναν τροβά; βάζω τον τροβά μπροστά, δεν είχε βγει, μπήκε η πέρδικα μέσα (γελώντας) και έγραψε και έφκιασαν πυρήνα, η οποία σώζεται ακόμα.

 Μ. Π.: Και σώζεται ακόμα. Έγραψε για αυτόν τώρα τον Γρηγόρη που λέμε.

 Φ. Τ.: Ναι.

 Μ. Π.: Για του Γρηγόρη το σπίτι λες ή για αλλουνού;

 Φ. Τ.: Την έγραψαν τότε όλοι μαζί… ήταν το σπίτι, την είχαν την κουζίνα, μαγειρεύαν έξω, έφκιασαν, όλοι μαζί την είχαν.

 Μ. Π.: Από μια πέρδικα έγινε η πυρήνα.

 Φ. Τ.: Έγινε η πυρήνα. Επειδή δεν την δικαιούνταν βάσει νόμου.

 Μ. Π.: Παντρεύτηκε την Κασσιανή.

 Φ. Τ.: Ναι τώρα… είναι και αυτή κάτω στο κρεβάτι.

 Μ. Π.: Ε τώρα ναι έχει και αυτή τα προβλήματά της.

 Φ. Τ.: Είναι τα προβλήματα.

Συνέντευξη Γεωργίου Καραγιώργου & Θωμά Χαμπλά

 (ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ)

 Μ. Π.: Μενέλαος Παπαδημητρίου

 Γ. Κ.: Γεώργιος Καραγιώργος

 Θ. Χ.: Θωμάς Χαμπλάς

 Μ. Π.: ασχολούμενος με γεγονότα του εμφυλίου πολέμου που αφορούν και την Αργιθέα, όχι για αναμόχλευση παθών αλλά για μείνει κάτι ιστορικά για τις νεότερες γενιές, θέλω να σας ρωτήσω για το Χωριανό σας Γρηγόριο Τσαπραϊλη που ήταν για την οικογένεια του χαμένος στο Γράμμο, ενώ ζούσε υπό αιχμαλωσία στην Αλβανία. Τι εσείς θυμάσθε;

 Γ. Κ.: Ήμουν μικρός τότε, κατέβαζε τα πρόβατα και σμίγαμε. Πάει φαντάρος . Άκουσα ότι τον έπιασαν οι αντάρτες και τον πήγαν στην Αλβανία. Εδώ τούκαναν μνημόσυνο στα εφτά χρόνια, ο αδερφός του ο Παντελής. Όταν ήρθε πήγα και τον είδα - ταλαιπωρημένος άνθρωπος... έφαγαν και ποντίκια ...τόσο ιειά ψωμάκ όλ μέρα... τυραγνία... μαρτύριο... τς έβαναν να φκιάνουν δρόμο με τρύπια ρούχα... μας τα μολόγαγε αυτά τα λίγα κοντά στα πρόβατα. Απόφευγε λεπτομέρειες… Ήταν κι ένας απ΄τα Πετρίλια μαζί, δε θμάμαι πως τον λέγαν….

 Θ. Χ.: Εγώ όταν επέστρεψε από Αλβανία στη Στεφανιάδα έγινε ένας χαμός... μαζεύτηκε ο κόσμος... ήταν απίστευτο... τον γνώρισα... γερός άντρας, σγουρομάλλης... ήταν λιοντάρ και γλίτωσε... Την ώρα που σας άφησα στην κουβέντα με το Γιώργο βγήκα έξω και πήρα ένα τηλέφωνο και έμαθα στα σίγουρα πως, όπως είπε πριν ο Καραγιώργος, ήταν μαζί του και ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΟΥΛΗΣ του Βασιλείου από το συνοικισμό Ρώσση Πετρίλου. Και επέστρεψε και εκείνος και μάλιστα είχε αρρωστήσει βαριά από πνευμονία.…

 Μ. Π: σώσατε δουλειά Θωμά, ωραία κοντά στο Γρηγόρη θα κάνω αναφορά και στον Μαρούλη. Θα ψάξω μήπως βρω και παραπάνω στοιχεία....

 (σημείωση : στην όλη συνέντευξη οι συνομιλητές μου Θωμάς Χαμπλάς και Γιώργος Καραγιώργος μου ανέφεραν κι άλλα σημαντικά για την περίοδο εμφυλίου στη Στεφανιάδα και στην Ανατολική Αργιθέα τα οποία θα τύχουν στο μέλλον αξιοποίησης).

 Συνέντευξη ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗ θυγατέρας

 (ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ)

 Μ. Π.: Μενέλαος Παπαδημητρίου

 Μ. Τ.: Μαρία Τσιαπραΐλη

 Μ. Π.: 8 Ιανουαρίου του 2025.

 Εδώ στον Γέρακα Αττικής. Είμαστε με την Μαρία, θυγατέρα της Κασσιανής και του Γρηγόρη Τσαπραΐλη, από το Αετοχώρι Στεφανιάδας - το παλιό Μαρκελέσι και με τον ανιψιό μου τον Νίκο τον Μπαλάνο της Αργυρώς και του Δημητρίου. Το Μαράκι όπως το λέμε, νύφη και αγαπημένη νύφη, ανιψιά νύφη δηλαδή, και θέλουμε σήμερα ό,τι θυμάται να μας πει για τον αείμνηστο τον πατέρα της, τον Γρηγόρη Τσαπραΐλη, ο οποίος στα γεγονότα του εμφυλίου του 1948 στο Γράμμο όντας στρατιώτης στον τακτικό στρατό μετά από μάχες εκεί και με τον δημοκρατικό στρατό απέναντι, βρέθηκαν στο αλβανικό έδαφος και εκεί το αλβανικό καθεστώς της εποχής τους συνέλαβε και τους κράτησε για οκτώ περίπου χρόνια και πλέον, από το 1948 μέχρι το 1956.

 Μαρία είναι στιγμές έτσι λίγο δύσκολες μιας και θα μιλήσουμε για τον μακαρίτη τον πατέρα σου… εσύ είσαι από τα παιδιά του, ποια;

 Μ. Τ.: Είμαι η τέταρτη. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι εγώ, η τελευταία. Τα αδέρφια μου ήταν ο Επαμεινώντας, δηλαδή ο Νώντας, ο οποίος έφυγε, έχει ένα χρόνο τώρα, ο Ηλίας, ο Παρασκευάς και εγώ.

 Μ. Π.: Η μάνα σου η Κασσιανή Παπατζήμα; το γένος Παπατζήμα. από τα Κέδρα Ευρυτανίας καταγωγή, από το παλιό Χορίγκοβο;

 Μ. Τ.: Ναι, ναι. Ο παππούς μου πήγε σώγαμπρος στο Μαρκελέσι.

 Μ. Π.: Ααα… μάλιστα.

 Μ. Τ.: Έφυγε από εκεί και πήγε στο Μαρκελέσι.

 Μ. Π.: Μάλιστα. Τώρα, εσύ πόσο τον πρόλαβες ζωντανό τον πατέρα σου;

 Μ. Τ.: Εγώ, δυστυχώς, τον πρόλαβα πολύ λίγο, με την έννοια ότι έφυγα 18 χρονών από το χωριό και ο πατέρας μου όταν ζούσε στο χωριό, ήταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στα πρόβατα, δηλαδή, τον έβλεπα πολύ λίγο το βράδυ και αυτό… καταλαβαίνεις τώρα τι κούραση είχε… όλη μέρα στα πρόβατα… να ‘ρθει, να φάει, να ξαπλώσει, να ξυπνήσει πάλι την άλλη μέρα και να ξαναπάει στα πρόβατα. Δεν τον έζησα πολύ, δυστυχώς. Έφυγε και νωρίς, 69 χρονών. Γύρω εκεί στα 69,70, εκεί που θα έπρεπε να ξεκουραστεί, να φύγει από τα πρόβατα, να δει εγγόνια, να δει γαμπρούς, νύφες, δεν πρόλαβε και αυτός… πέρα από τη ζωή που έκανε, αυτό που λέμε, που ήτανε οκτώ χρόνια αιχμάλωτος, δεν έζησε και καλά μετά, με την έννοια ότι ήταν ένα επάγγελμα πολύ δύσκολο. Πολύ λίγο θυμάμαι κάποια πράγματα από τον πατέρα μου.

 Μ. Π.: Πότε γεννήθηκε;

 Μ. Τ.: Γεννήθηκε το ’24.

 Μ. Π.: Το 1924. Πατέρας του; το μικρό του όνομα

 Μ. Τ.: … ο Βασίλης. Γιατί εμείς, πέντε παιδιά που είμαστε, δεν έχει κανένα, ούτε από πατέρα, ούτε από παππού, ούτε από γιαγιά ονόματα, γι’ αυτό δε θυμάμαι και καλά τα ονόματα των παππούδων. Μας έδιναν ονόματα ό,τι θέλουν οι νονοί. Ο Βασίλης, που δεν τον είδα καθόλου, δεν ξέρω και ο πατέρας μου αν τον πρόλαβε, πρέπει να ήταν πολύ μικρός, όταν γεννήθηκε και η Κυριακούλα, η μαμά του, η γιαγιά μου. Πολύ λίγο την έζησα και την γιαγιά.

 Μ. Π.: Όταν πέθανε ο πατέρας σου, πόσο χρονών ήσουν εσύ;

 Μ. Τ.: Εγώ ήμουν 24 χρονών. Αλλά ήδη είχα φύγει από το χωριό, ήμουν Αθήνα.

 Μ. Π.: Ναι κατάλαβα… τώρα… άκουγες καθόλου, μιλούσε όταν ήρθε εδώ, ιστορίες, πώς βρέθηκε και πώς έζησε εκείνα τα χρόνια στην Αλβανία; Ουσιαστικά αιχμάλωτος εκεί και μαζί με άλλους. Σας έλεγε καθόλου; Σας μολόγησε καθόλου, έστω λίγα πράγματα αν είχες ακούσει;

 Μ. Τ.: Πολύ λίγα σ’ εμάς τα παιδιά. Τώρα, όταν βρισκόταν με άλλους συνομήλικους σίγουρα θα συζητούσαν κάποια θέματα, κάποια πράγματα, πώς έζησε και τι έγινε. Πολύ λίγο σ’ εμάς. Εγώ, πρέπει να ήμουν τότε έκτη δημοτικού, αρχές γυμνάσιο, είχα ξεκινήσει να γράψω πώς πέρναγε, τι έκανε αυτά τα οκτώ χρόνια εκεί πέρα, δυστυχώς, τώρα ήταν και το της ηλικίας το άμυαλο και αυτά… δεν το προχώρησα, τα άφησα, αν θυμάμαι καλά, μου ‘λεγε ότι ήταν πολύ δύσκολα φυσικά, εντάξει ήταν και οκτώ χρόνια αιχμάλωτος, δεν είχαν να φάνε, κάναν τους δρόμους στην Αλβανία, αυτά θυμάμαι είχα γράψει. Τρώγαμε ότι βρίσκαμε στα δάση μας έλεγε, αυτά… αυτά… μόνο αυτά θυμάμαι ότι μου είχε πει και είχα γράψει κάποια λίγα πράγματα.

 Μ. Π.: Μάλιστα… δηλαδή σκηνές και στιγμές στη ζωή σου πολύ σκληρές.

 Μ. Τ.: Εννοείται… ξέρεις κι αυτός είναι ο λόγος που, εντάξει, δεν τα ‘λεγε, δεν ήθελε να στεναχωρήσει και τα παιδιά του, δηλαδή και τα αδέρφια μου που είναι σχεδόν δέκα χρόνια μεγαλύτερα από εμένα, δε θυμούνται να κάτσει ο πατέρας μου να τους μιλήσει ακριβώς πως πέρασε αυτά τα οκτώ χρόνια εκεί πέρα.

 Μ. Π.: Εδώ στο χωριό τώρα… όλοι τον θεωρούσαν ως νεκρό.

 Μ. Τ.: Ναι, ναι. Μέχρι και μνημόσυνα του κάνανε.

 Μ. Π.: Του κάναν και μνημόσυνα.

 Μ. Τ.: Απ’ ό,τι έχω ακούσει. Η γιαγιά μου, όλοι…

 Μ. Π.: Έχω πάρει μια συνέντευξη από τον Φώτη τον Τσαπραΐλη, τον ξάδερφό σου, είναι ο Φώτης.

 Μ. Τ.: Πρώτος ξάδερφός μου.

 Μ. Π.: Πρώτος ξάδερφός σου. Ε ναι, αυτό μου είπε πως στο χωριό τον είχανε τον πρώτο καιρό ως αγνοούμενο, αλλά μετά τώρα, μετά από τόσα χρόνια τον θεωρούσαν ως θύμα του εμφυλίου πολέμου και λοιπά και του κάναν και μνημόσυνο και έβγαλαν και μια σύνταξη στην μάνα του από το κράτος, μια μικρή… ένα μικρό βοήθημα, σύνταξη, ότι έχασε παιδί στον πόλεμο και λοιπά και του ΄βγάλαν λέει και σύνταξη. Και το 1956 μου είπε, ήρθε μια είδηση… τώρα μέσω του Ερυθρού Σταυρού; Δε ξέρω πώς και λοιπά… ότι ζει.

 Μ. Τ.: Υπήρχαν κάποιοι αιχμάλωτοι εκεί πέρα. Αυτό μου το είπε και ο αδερφός μου και θυμάμαι και τότε που το λέγανε… ότι είχανε οργανώσει μια βραδιά να το σκάσουν κάποιοι, να πάνε να ειδοποιήσουν εδώ ότι υπάρχουν αιχμάλωτοι εκεί πέρα, γιατί εδώ δεν ‘ξέραν ότι υπάρχουν αιχμάλωτοι. Εκείνη τη βραδιά ήταν να φύγει και ο πατέρας μου, απ’ ό,τι θυμάμαι που ‘λέγαν τότε, αλλά λόγω τώρα της ζωής που έκανε, αρρώστησε και δεν έφυγε εκείνο το βράδυ. Φύγαν δύο νομίζω. Τώρα που μίλησα με τον αδερφό μου, μου είπε ότι περάσαν Σερβία, ήρθαν από εδώ, με κάποιον τρόπο δηλαδή μπόρεσαν και επικοινώνησαν ότι υπάρχουν αιχμάλωτοι και έτσι μεσολάβησαν τα δύο κράτη και τους φέρανε μετά.

 Μ. Π.: Μάλιστα, την εποχή εκείνη τους φέρανε με δύο καράβια, μια δόση τους πρώτους, με το Αβέρωφ και τους άλλους με ένα άλλο καράβι, δεν είμαστε σίγουροι. Σας είπε χωριά εκεί που ήτανε, πόλεις; Σε καμία πόλη;

 Μ. Τ.: Όχι, δε θυμάμαι. Δυστυχώς.

 Μ. Π.: Που δε θα γνώριζαν ούτε εκείνοι.

 Μ. Τ.: Που… που… σίγουρα δεν γνώριζαν.

 Μ. Π.: Τους είχαν απομονωμένους.

 Μ. Τ.: Εννοείται, εννοείται. Δε θα ξέραν και αυτοί ούτε που βρίσκονται, τι κάνουν. Φαντάζομαι θα τους είχαν μέσα κλεισμένους, θα τους ταΐζαν… τι ταΐζαν τώρα… καταλαβαίνεις πως. Από το πρωί στη δουλειά μέχρι το βράδυ να ανοίγουν δρόμους στην Αλβανία. Αυτό… αυτό μου είπαν, ανοίγανε δρόμους.

 Μ. Π.: Όταν γύρισε εδώ τώρα στο χωριό, στη Στεφανιάδα, εκεί στο Αετοχώρι;-στο Μαρκελέσι, φαντάζομαι η μάνα του, οι γονείς του, άμα ζούσαν και οι δυο, τα αδέρφια του.

 Μ. Τ.: Σκέψου τώρα μετά από οκτώ χρόνια ένας άνθρωπος που θεωρείται ότι είναι πεθαμένος, γυρίζει μετά. Αυτό είναι ένα θαύμα.

 Μ. Π.: Και χαρά και συγκίνηση.

 Μ. Τ.: Εννοείται. Ναι, ναι… πολύ, πολύ. Όλοι οι χωριανοί. Όλοι.

 Μ. Π.: Απ’ ό,τι μου είπε ο Φώτης ο Τσαπραΐλης, τα αδέρφια αφού τον θεωρούσαν ως νεκρό, χαμένο και τα λοιπά στον πόλεμο, μοιράσαν και το δικό του το μερίδιο εκεί και τα χωράφια και λοιπά…

 Μ. Τ.: ζωντανά, ναι…

 Μ. Π.: ναι, ναι τα μοιράσαν μεταξύ τους και ζωντανά και λοιπά και όταν γύρισε ο αδερφός τους, ξαναμαζευτήκανε και του δώσανε πάλι το μερίδιό του και σε κτήματα και σε ζωντανά και τον βοηθήσανε…

 Μ. Τ.: … να ξεκινήσει και αυτός να ορθοποδήσει…Και σπίτι νομίζω από το πατρικό το σπίτι που είναι τέσσερα, πέντε δωμάτιο, δε ξέρω… έξι, έχει και ο πατέρας μου μερίδιο ένα δωμάτιο όπως έχουνε όλα του τα αδέρφια, τα αγόρια που έχουνε, ναι. Του δώσανε.

 Μ. Τ.: 32 χρονών, όταν ξαναγύρισε πίσω, δηλαδή στην Ελλάδα, το 1956. Με τη μάνα σου πώς έγινε το προξενιό;

 Μ. Τ.: Δε ξέρω και πολλά πράγματα, αλλά…

 Μ. Π.: … να πάμε και λίγο… και λίγο σε πιο οικογενειακά…

 Μ. Τ.: … εντάξει και η μαμά μου ήταν και αυτή εκεί στο χωριό, φαντάζομαι… πάντως δεν ήταν προξενιό… νομίζω. Πρέπει να ήταν ο ένας αγάπησε τον άλλο.

 Μ. Π.: Ααα… μάλιστα.

 Μ. Τ.: Κάπως έτσι, γιατί…

 Μ. Π.: …Εκεί με τα κοπάδια, απάνω.

 Μ. Τ.: … με τα κοπάδια, ναι.

 Μ. Π.: Στα βουνά εκεί, στην Πλάκα, στο Καμαράκι και στη Βατόβρυση πίσω.

 Μ. Τ.: Κάπως έτσι. Ναι, ναι (γελώντας). Καπιτανόβρυση, πώς τα λένε

 Μ. Π.: Είναι Βατόβρυση.

 Μ. Τ.: Βατόβρυση είναι εκεί;

 Μ. Π.: Κέδρα και Κεδράκια. Είναι όπως είναι τα βουνά εκεί που μας χωρίζουν τη Στεφανιάδα πίσω, Καμαράκι, Πλάκα, απέναντι βλέπουμε τα Κεδράκια και πίσω μετά είναι η βουνοκορφή που πίσω είναι τα Κέδρα Ευρυτανίας.

 Μ. Τ.: Ναι, νομίζω και ο πατέρας μου τα πρόβατα τα είχε προς Ιτιά, προς τα πάνω, προς τα εκεί. Ναι εκεί, προς τα εκεί.

 Μ. Π.: Εκεί. Ναι, ναι. Έπιανες Πλάκα, Καμαράκι. Στις κορυφογραμμές απάνω.

 Μ. Τ.: Όχι, πρέπει δηλαδή να μην ήταν προξενιό, να γνώρισε ο ένας τον άλλο, γιατί και το πατρικό της μάνας μου και το πατρικό του πατέρα μου είναι εκεί στο Μαρκελέσι.

 Μ. Π.: Στο Μαρκελέσι. Ναι, ναι, γιατί η μάνα σου είχε έρθει νωρίτερα, ο Παπατζήμας…

 Μ. Τ.: … ο παππούς, ναι, ναι, ανύπαντρος…

 Μ. Π.: … ο πατέρας και ο παππούς από τα Κέδρα, στη Στεφανιάδα, στο Μαρκελέσι, δηλαδή…

 Μ. Τ.: … ναι, ναι…

 Μ. Π.: … και έμεινε εκεί. Μάλιστα. Οπότε χωριανοί.

 Μ. Τ.: Ναι και έτσι έκαναν την οικογένεια και η μάνα μου με αγώνα και δύσκολα γιατί ο πατέρας μου μετά με προβλήματα υγείας, με πάρα πολλά προβλήματα και λογικό είναι ύστερα από όλα αυτά που τράβηξε. Με ειλεό, με στομάχι, με… με… με… και η μάνα μου εκεί, δύναμη δίπλα του.

 Μ. Π.: Εδώ ερχόμενος και κάνοντας και την οικογένεια με τι ασχολούνταν επαγγελματικά; Είχε κοπάδι;

 Μ. Τ.: Μόνο με πρόβατα, κοπάδι, ναι.

 Μ. Π.: Μόνο με πρόβατα.

 Μ. Τ.: Ναι, ναι. Η ζωή του όλη κάθε μέρα ήταν στα πρόβατα. Κάθε μέρα, από το πρωί. Λίγο από το μεσημέρι να ερχόταν ανάλογα τις καιρικές συνθήκες και αν ήθελαν τίποτα παραπάνω τα πρόβατα καθότανε και μετά αργά το βράδυ. Και ξανά πάλι το πρωί.

 Μ. Π.: Πού ξεχείμαζε το χειμώνα;

 Μ. Τ.: Ο πατέρας μου… επειδή και εγώ ξέρω λόγω του ότι γεννήθηκα κάτω στο Βασιλόπουλο, χειμώνα έφευγαν, πηγαίνανε όπως πηγαίνανε χειμαδιά. Καλοκαίρι στο χωριό. Και αυτό θυμάμαι πολύ λίγο γιατί εγώ είμαι πολύ πιο μικρή και μετά λόγω της κατολίσθησης της Στεφανιάδος, εκεί στη λίμνη…

 Μ. Π.: … το 1963…

 Μ. Τ.: … τότε που βούλιαξε και που σχηματίστηκε η λίμνη, δώσανε εδώ οικόπεδο στην Ελάτεια, έφυγε από εκεί, μαζί και άλλοι και ήρθαμε εδώ και ζήσαμε. Πολύ λίγο μετά πήγαινε στο χωριό τα πρόβατα, μετά ήταν η μόνιμη κατοικία χειμώνα, καλοκαίρι στην Ελάτεια. Εκεί είχε το κοπάδι.

 Μ. Π.: Είχατε και εσείς εκεί που έγινε η κατολίσθηση σπίτι;

 Μ. Τ.: … όχι, αλλά επειδή το χωριό θεωρήθηκε ως κατολισθήσιμο…ως πληγέν και λοιπά, και λοιπά, ενιαία, δώσανε στους κατοίκους να φύγουν και να ΄ρθούνε στην Ελάτεια, έτσι ήρθαμε και στην Ελάτεια,

 Μ. Π.: … και σας δώσανε σπίτι εδώ ή το χτίσατε;

 Μ. Τ.: Έτοιμο σπίτι…οικόπεδο με έτοιμο σπίτι, στους περισσότερους που δώσανε και αυτό ευτυχώς δηλαδή, φύγαν από κει.

 Μ. Π.: Γι’ αυτό και δεύτερο χωριό είναι η Ελάτεια.

 Μ. Τ.: Ναι, ναι, εκεί ζήσαμε, εκεί έζησα και τα περισσότερα χρόνια.

 Μ. Π.: Και ζουν και τα αδέρφια σου…

 Μ. Τ.: … όλοι…

 Μ. Π.: … ακόμα σήμερα δηλαδή, και η Κασσιανή.

 Μ. Τ.: Ναι, ναι, ναι.

 Μ. Π.: Ένας αέρας η Κασσιανή.

 Μ. Τ.: Ναι, δυναμική.

 Μ. Π.: Δε ξέρω πόσο της μοιάζεις, αλλά εγώ που τη γνώρισα ως συμπεθέρα και λοιπά, καλοσυνάτη, χαρούμενη, αέρας όμως. Γι’ αυτό και την προτίμησα τότε να τη βάλω στο βιβλίο “Αργιθεάτισσα και Παράδοση”, να γνέθει και να έχει και τη βούρτσα και τον μπουτινέλο, αλλά εκεί στο γνέσιμο και λοιπά.

 Μ. Τ.: Πολύ δραστήρια και αυτή ήταν δίπλα στον πατέρα μου, γιατί ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος πολύ ήσυχος, λιγομίλητος… πέντε κουβέντες και οι πέντε κουβέντες σωστές, δεν ήτανε άνθρωπος έτσι… να μιλάει, ήρεμος, ανθρωπάκι. Και ήρθε η μαμά και ταίριαξε αυτό το πράγμα που ήταν δραστήρια και έτσι μπόρεσαν και έκαναν μια καλή προκοπή.

 Μ. Π.: Να είναι αναπαυμένη η ψυχή του. Εγώ, αυτά τα τελευταία χρόνια, γίναμε συγγενείς αλλά θέλω να του κάνω τιμής ένεκεν στη μνήμη του, όχι ως συγγενείς εδώ που είμαστε, αλλά επειδή η περίπτωσή του είναι εξαιρετικά σπάνια στα χωριά μας, δεν έχω ακούσει εγώ στην Αργιθέα, στα είκοσι χωριά της Αργιθέας να έχουμε άλλο τέτοιο συμβάν για οκτώ χρόνια να θεωρείται σκοτωμένος, πεθαμένος, να γίνονται μνημόσυνα και το ένα και το άλλο, να είναι πανταχόθεν ξεγραμμένος και μια μέρα να γυρίσει πίσω και γι’ αυτό είπα να του κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στην μνήμη του. Μακάρι να τον είχα γνωρίσει ο ίδιος.

 Μ. Τ.: Ναι θείε και ευχαριστώ πάρα πολύ.

 Μ. Π.: Να του πάρω απ’ ευθείας τη συνέντευξη.

 Μ. Τ.: Ευχαριστώ για αυτό που κάνεις και μακάρι και εγώ τότε να είχα την εμπειρία των χρόνων που έχω τώρα να κάτσω να το ψάξω και εγώ που ζούσαν οι περισσότεροι… Θα μπορούσαμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα και η μαμά μου τότε, που τώρα δεν είναι σε θέση να τα θυμηθεί και να τα πει αυτά, θα μου ‘λεγε κάποια πράγματα και θα είχαμε πιο πολύ υλικό. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που κάνεις, είναι τιμή μου.

 Μ. Π.: Εγώ να σε ευχαριστήσω ιδιαίτερα. Να είστε καλά εδώ με τη φαμελιά. Καλή χρονιά να έχουμε.

 Μ. Τ.: Με υγεία, εύχομαι ό,τι καλύτερο.

 Μ. Π.: Με υγεία προπάντων.

 Μ. Π.: Και όταν με βοηθήσουν τα μάτια εδώ και το ετοιμάσω, θα πάρεις ένα αντίγραφο έτσι για το αρχείο σου να το ‘χεις.

 Μ. Τ.: Ναι, ναι, εννοείται. Να το έχουν και τα εγγόνια του. Ευχαριστώ πολύ.

 Μ. Π.: Λοιπόν, εδώ τελειώνουμε τη μικρή αυτή συνέντευξη. Η Μαρία, σύζυγος Νικολάου Μπαλάνου, θυγατέρα του αείμνηστου του Γρηγόρη Τσαπραΐλη και με μάνα την Κασσιανή και τα άλλα αδέρφια που τα αναφέραμε. Και εγώ ο Μενέλαος Παπαδημητρίου εξ Ανθηρού Αργιθέας Αγράφων ορμώμενος, κάτι να μείνει πίσω στην ιστορία και για τον εμφύλιο. Όσο κι αν ο εμφύλιος πέρασε και πλήγωσε την πατρίδα και τον λαό μας, εδώ βρέθηκαν αδέρφια αντιμέτωπα… δεν κάνουμε αναμόχλευση παθών, όμως, κάτι πρέπει να καταγράφεται και να μένει και πίσω. Και πολύ ιδιαίτερη περίπτωση εδώ, όπως είπαμε, να βρεθεί στο αλβανικό κράτος, στο αλβανικό καθεστώς του Χότζα την εποχή εκείνη και για οκτώ χρόνια εδώ να θεωρείται ως νεκρός.

Για την καταγραφή

Μενέλαος Παπαδημητρίου

 ΥΓ 1.- Εξ όσων μελέτησα ιστορικά για το ζήτημα αυτό των αιχμαλώτων Ελλήνων στην Αλβανία στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αιχμαλωσίας (1949 - 1956) του αιχμαλώτου νεαρού τότε γιατρού και μετέπειτα γνωστού χειρούργου στην Αθήνα - Νικήτα Αγαπητίδη - ο οποίος κατέγραψε ψύχραιμα δεκαετίες αργότερα την εμπειρία του - το Ελληνικό Κράτος απέφευγε να αγγίξει το ζήτημα των αιχμαλώτων με δεδομένη την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών και αφετέρου το ξεκαθάρισμα της ιδεολογικής ταυτότητας των αιχμαλώτων συμπατριωτών που θα επέστρεφαν.

 Εν τέλει, μετά διπλωματικές διαπραγματεύσεις και πιέσεις από διεθνείς φορείς για καταπάτηση των ανθρωπίνων και εθνικών δικαιωμάτων των πολιτών της το 1956 με το πρόσχημα - σόφισμα ότι εισήλθαν παράνομα στο Αλβανικό έδαφος, εφεύραν τη μέθοδο της απέλασης και έτσι επέστρεψαν όσοι είχαν επιζήσει.

 Η 1η φουρνιά από 217 άτομα επέστρεψαν στις 24 Αυγούστου του 1956 με το πλοίο <<Αλιάκμων>>, αποβιβασθέντες στο λιμάνι του Πειραιά.

 Σταδιακά και ως το 1961 απελευθερώθηκαν και όσοι από τους υπόλοιπους επιθυμούσαν.

 ΥΓ 2.- σημείωση: στην όλη συνέντευξη οι εκ Στεφανιάδας Αργιθέας συνομιλητές μου Φώτιος Τσαπραϊλης, Θωμάς Χαμπλάς και Γιώργος Καραγιώργος μου ανέφεραν κι άλλα σημαντικά πράγματα για την περίοδο εμφυλίου στη Στεφανιάδα και στην Ανατολική Αργιθέα, για το Ντούλα τον Ποζιό κ.α καθώς και της προσωπικής τους ζωής τα οποία θα τύχουν στο μέλλον αξιοποίησης.

 ΥΓ 3.- οι συνεντεύξεις που έχω λάβει από το 1980 και μετά (είναι κάποιες 100δες για διάφορα θέματα) γίναν υπό το φως της ημέρας και ουχί νύκτωρ ή λάθρα (αυτό πράττω σε όλη μου τη ζωή - έχοντας τη συναίνεση και την ευθύνη - και επί πλέον σεβόμενος τους δίδοντές μοι αυτάς για την ακριβώς μεταφορά των λεγομένων - αφού εκείνοι έχουν την ευθύνη της αληθείας.

 ΥΓ 4.- Στην Ποιητική μου Συλλογή <<Ποιητικοί Περίπατοι>> - έκδοση Αθήνα 2023 Μενέλαου Νικ. Παπαδημητρίου και στη σελίδα 14 συμπεριλαμβάνεται και το Ποίημά μου: Ερώτημα στη μάνα για τον εμφύλιο.

 Ερώτημα στη μάνα για τον εμφύλιο

 Τι είναι ο εμφύλιος Μάνα;

 Εμένα ρωτάς παιδί μου;

 ρώτα τους νεκρούς…

 Ο πόλεμος των αδερφιών παιδί μου…

 ο αδερφός τον αδερφό για ξέκαμα…

 Χαλάσκαν σπίτια,

 χαλάσκε η Πατρίδα μας

 κι εγώ η αγράμματη δεν ξέρω ποιός να έφταιξε.

 Άστηνε αυτήνε την κουβέντα

 και πιάσε τώρα να διαβάσεις.

 Θα τα μάθεις μεγαλώνοντας αυτά.

 Ένα μόνο σου λέω:

 Αυτός ο πόλεμος να μη ματάρθει.

Ανθηρό 1964

 Μακάρι τέτοιος πόλεμος να μη ματάρθει.

 Έχω πει στον εαυτό μου: μακάρι να χα ζήσει λιγότερα, να γνώριζα λιγότερα για το Χωριό μου και την περιοχή Αργιθέας, για να στενοχωριέμαι λιγότερο. Αυτά!!!

 ΕΠΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ,

Αθήνα, 1η Ιούλη 2025

Μενέλαος Νικ. Παπαδημητρίου

 

Gia koinonika diktia
   
Θα μας βρείτε και στα κοινωνικά δίκτυα:
 
03 F B
 
02_Twitter_2.jpg
 
04 Youtube 05 flickr
                 

   

 

Ο καιρός στο Καταφύλλι

Koumpouriana

Σελίδες μελών
Δι@ύγεια - Δήμος Αργιθέας
Δήμος Αργιθέας
Τελευταία άρθρα