Ela na paiksoume

Koumpouriana

29 - 03 - 2024
Καταφύλλι
Σύλλογοι
Είσοδος μελών
Συνδεδεμένοι χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 240 guests και κανένα μέλος

Παραπομπές
Ενημέρωση - ψυχαγωγία

Ela na paiksoume

Εργασία του Γιώργου Κ. Σταμούλη

001 Giorgos Stamoulis Τα τελευταία χρόνια δημοσιοποιούνται απογραφικά στοιχεία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται με τη συνεργασία τούρκων καθηγητών ιστορίας σε Πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης, όπου και φυλάσσονται.

 Από το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνεργασίας, ανάμεσα στον Γιώργο Σταμούλη και τον Levent Kayapinar, προέκυψε η έρευνα του πρώτου για το Καταφύλλι, που είναι και ο τόπος καταγωγής του. Οι απογραφές καλύπτουν την περίοδο από 1454-1570 και περιέχουν πληθυσμιακά και φορολογικά στοιχεία. Μάλιστα οι τρεις από τις πέντε περιέχουν εκτός από το συνολικό αριθμό και τα ονόματα των κατοίκων. Ενδιαφέρον έχουν και τα φορολογικά στοιχεία, που δείχνουν τις οικονομικές δραστηριότητες της περιόδου, ενώ μπορούν να γίνουν και συγκρίσεις με γειτονικά χωριά.

 Σημαντικό εύρημα αποτελεί και η ταυτοποίηση της περιοχής Πλίσιβο, που αποτελούσε ξεχωριστό από το Καταφύλλι (Σελιπιανά) οικισμό και πληθυσμιακά ισοδύναμο με το Αργύρι.

 Τα οθωμανικά απογραφικά στοιχεία σταματούν το 1570, η έρευνα όμως συνεχίζεται και τους επόμενους αιώνες, μέχρι το 1881, που απελευθερώθηκε η περιοχή από τους Τούρκους. Για την περίοδο αυτή οι πηγές είναι πολλές, που ως συνέχεια των προηγούμενων φωτίζουν μια περίοδο, αν και ιστορικά κοντινή μας, λόγω έλλειψης λεπτομερών στοιχείων παραμένει αρκετά σκοτεινή.

 Ακολουθεί η εργασία του Γιώργου Κ. Σταμούλη.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ

Θεολόγος-Φιλόλογος

ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΛΛΙ (ΣΕΛΙΠΙΑΝΑ) ΤΗΣ ΑΡΓΙΘΕΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

 Το Καταφύλλι είναι ένας ορεινός οικισμός της Καρδίτσας που ανήκει στον Δήμο της Αργιθέας, στο σημείο όπου ενώνονται οι 4 νομοί: Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας και Άρτας. Η απόσταση από τα κέντρα των νομών αυτών είναι περίπου η ίδια. Η Καρδίτσα απέχει 105 χλμ., ενώ το πιο κοντινό Μουζάκι 85, η Άρτα 90, το Αγρίνιο 100 και το Καρπενήσι 104. Μέχρι το 1930 το όνομά του ήταν Σελιπιανά (Συλιπιανά, Σλιπιανά, Συλπιανά και Σιπηλιανά). Ο κεντρικός ναός είναι χτισμένος σε υψόμετρο 960 μ., ενώ υπάρχουν οικισμοί σε χαμηλότερο υψόμετρο, οι οποίοι φθάνουν μέχρι τον Αχελώο, ο οποίος καλύπτει όλη τη δυτική πλευρά του Καταφυλλίου διαχωρίζοντάς το από τον νομό της Άρτας και σε ένα μικρό τμήμα από την Αιτωλοακαρνανία. Η συνολική έκταση του χωριού είναι 25.000 στρέμματα περίπου, εκ των οποίων τα 2.000 και πλέον είναι καλλιεργήσιμα.

 Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά του οικισμού Σελιπιανά ανάγεται στο έτος 1455, έτος της πρώτης σωζόμενης απογραφής (1454/1455) του σαντζακίου (περιφέρειας) των Τρικάλων, την οποία διενήργησαν οι Οθωμανοί, 60 περίπου χρόνια μετά την κατάκτησή τους (1393-1396). Ο απογραφέας σημείωσε ότι τα Σελιπιανά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην προηγούμενη απογραφή (hariç ez-defter), η οποία είχε διενεργηθεί γύρω στο 1440. Το 1454/1455 ο οικισμός ανήκε στο Ραδοβίσδι[1] (tabi-i Radoviz), ως ξεχωριστή επαρχία από τα Άγραφα.

 Σύμφωνα με το κατάστιχο της απογραφής αυτής, στην επαρχία του Ραδοβισδίου, υπαγόμενη στο Φανάρι, περιλαμβάνονταν και 17 οικισμοί[2] των Αγράφων. Την απογραφή του 1454/1455 ακολούθησαν και άλλες, όπως το 1485, το 1506, το 1521 και το 1570. Τα στοιχεία των απογραφών αυτών ζητήσαμε και πήραμε από την Κωνσταντινούπολη, όπου φυλάσσονται, με τη βοήθεια του οθωμανολόγου καθηγητή Levent Kayapinar, ο οποίος μετέγραψε τα στοιχεία από την αραβική στη σημερινή τουρκική γραφή. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από εμάς.

Α. ΤΑ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 1) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1454/1455

 Πρόκειται για μία αναλυτική απογραφή, όπου, στα φ. 299b-300b αναφέρονται όλα τα ονόματα των αρχηγών οικογενειών. Πρόκειται για 86 πλήρεις οικογένειες, 7 χηρών γυναικών και 13 για ενήλικους άγαμους άνω των 14 ετών. Τα ονόματά τους αναφέρονται αμέσως παρακάτω. Σημειωτέον ότι οι χήρες είναι 6 και όχι 7.

 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΙ ΑΓΑΜΟΙ ΤΟΥ 1454/1455

Βασιλάδου Γιάννης

Μαλούσης Ανδρίας

Πιρτιλίση Μιχάλης

Βεργαρή Καλή

Μάντης Γιάννης

Πιρτιλίση Νικόλας

Βεργαρής Αλέξης

Μάντης Κώστας

Πιρτιλίση παπα-Θόδωρος

Βεργαρής Γιάννης

Μάντης Μιχάλης

Πιρτιλίση Σκεύα

Βεργαρής Γιώργης

Μάντης Στέφανος

Πιρτσονίλης Νικόλας

Βεργαρής Θοδωρής

Μαρίτσης Γιάννης

Πλατύστομος Γιάννης

Βεργαρής Θοδωρής

Μαρκοπλάς Κώστας

Πλατύστομος Κώστας

Βεργαρής Κώστας

Μάρκου Μανόλη

Πλατύστομος Μιχάλης

Βεργαρής Μανόλης

Μάτη Γιάννης

Πλατύστομος Μιχάλης

Βεργαρής Μιχάλης

Μάτη Νικόλα

Πλατύστομος Νικόλας

Βεργαρής Μιχάλης

Μάτη Νικόλας

Πλατύστομος Παύλος

Βεργαρής Μιχάλης

Μαυρωτάς Δημήτρης

Πλατύστομου Κυράννα

Βελοπίλης Γιάννης

Μαυρωτάς Μιχάλης

Πορονίλης Γιάννης

Βελοπύλης Γιάννης

Μιχάλη Δημήτρης

Πορονίλης Δημήτρης

Βιραπλάς Γιάννης

Μπελωτία χήρα

Πορονίλης Μανόλης

Γιάρος Θοδωρής

Μπογρής Γιάννης

Πορονίλης Πέτρος

Γιάρος Θοδωρής

Μπογράς Γιώργης

Προγονής Γιάννης

Γκορίτσος Μιχάλης

Νικόλα Γιάννης

Προγονής Γιάννης

Γρηγορόπουλος Γιάννης

Νικοπής Μιχάλης

Προγονής Γιώργης

Γρηγορόπουλος Γιάννης

Ξενογιώργου Γιώργης

Προγονής Δημήτρης

Γρηγορόπουλος Γιώργος

Ξενογιώργου Γιώργης

Προγονής Θοδωρής

Γληγορόπουλος Μιχάλης

Ξενογιώργου Γιώργος

Ρατίλας Γιάννης

Γρηγορόπουλος Νικόλας

Ξενογιώργου Στέφανος

Σέρβος Μιχάλης

Γρηγορόπουλος Νικόλας

Ορφανός Γιώργης

Τσερνοκούλας Γιάννης

Γρηγορόπουλος Σταμάτης

Ορφανός Κώστας

Χαλκιά Γιώργη Καλή

Καλότσης Θοδωρής

Παπαθόδωρου Μανόλης

Χαλκιάς Θοδωρής

Καπλίση Μαρία

Πίλης Μιχάλης

Χοντρίλας Βιρμπόβης

Κορφίνης Νικόλας

Πίλης Νικόλας

Χοντρίλας Γιάννης

Κωσταμάντης Γιώργης

Πιπιλής Γιώργης

Χοντρίλας Γρηγόρης

Κωσταντούλα Ανδρίας

Πιπιλής Πέτρος

Χοντρίλας Θοδωρής

Λάσκος Γιώργης

Πίρος Νικόλας

Χοντρίλας Μιχάλης

Λάσκος Θοδωρής

Πιρνής Θοδωρής

Χοντρίλας παπα-Γιώργης

Λάσκος Θοδωρής

Πιρτιλίση Γιώργης

Χοντρίλας Πέτρος

Λάσκος Μιχάλης

Πιρτιλίση Θοδωρής

Χόρτος Μιχάλης

Λύκου Ευφροσύνη

Πιρτιλίση Κώστας

Χορονισός Πέτρος

 Αναμφίβολα, για όσους δεν γνωρίζουν την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, ο κατάλογος των ονομάτων έχει περιορισμένη αξία, εκτός βέβαια αυτών που ασχολούνται με την ονοματολογία. Για όσους όμως έζησαν ή ζουν στο χωριό, μπορούν να διαπιστώσουν ότι αρκετά από τα τοπωνύμια του οικιστικού ιστού του σημερινού Καταφυλλίου - όχι των οικισμών - έλκουν την καταγωγή τους από επώνυμα κατοίκων του 1455. Περιοχές όπως Μαλούση, Βρατήλα, Πίρλη, Μάνθη, Παπαθοδώρου οφείλονται σε επώνυμα της εποχής αυτής. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το χωριό μας κατοικείται αδιάλειπτα πριν από το 1455 μέχρι και σήμερα. Στο χρονικό διάστημα των 5 αιώνων, το οποίο μεσολάβησε, ασφαλώς και υπήρξαν μετακινήσεις - άλλοι έφυγαν, άλλοι ήλθαν - ποτέ όμως δεν έπαψε να κατοικείται.

 Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι στην απόδοση των ονομάτων και ιδιαίτερα των επωνύμων έχουν παρεισφρήσει πολλά λάθη. Ο οθωμανός απογραφέας ακούει τα ελληνικά ονόματα και πρέπει να τα μεταφέρει στο αραβικό αλφάβητο, με διαφορετικούς φθόγγους. Τα λάθη δεν αποφεύγονται και σήμερα με την απόδοση των ονομάτων αυτών στη σύγχρονη τουρκική γλώσσα που χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο, όπως και στο τελευταίο στάδιο, της μεταφοράς τους στα ελληνικά.

 2) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1485

 Η απογραφή αυτή είναι συνοπτική. Ο οικισμός, αναφερόμενος ως Selilpyana, ανήκε στο ζιαμέτι[3] του Ραδοβισδίου, την πρόσοδο του οποίου είσπραττε ο Μουσταφά μπέης Βεΐς μπέη Ζουλκαντρί, από μεταβίβαση του Σινάν μπέη Καραμανί. Αυτήν την περίοδο ζούσαν στο χωριό 55 πλήρεις οικογένειες και 17 χηρών γυναικών, οι οποίες απέδωσαν στον τιμαριούχο 4.461 άσπρα.[4] Σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή παρατηρούμε σημαντική μείωση του αριθμού των οικογενειών, πιθανόν λόγω μετακίνησης ή κάποιας επιδημίας. Από τις 5 απογραφές που έχουμε στη διάθεσή μας αυτή περιέχει τον μικρότερο αριθμό κατοίκων.

 3) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1506

O οικισμός αναφέρεται ως Sipilyana και ανήκει πάλι στο Ραδοβίζι, αλλά το ζιαμέτι είναι στην κατοχή του Ισκεντέρ μπέη του Φαναρίου. Πρόκειται για αναλυτική απογραφή στην οποία καταγράφηκαν 83 πλήρεις οικογένειες, 23 χηρών γυναικών και 6 ενήλικοι άγαμοι. Ο πληθυσμός του οικισμού επανήλθε στα επίπεδα του 1454/1455.

 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΙ ΑΓΑΜΟΙ ΤΟΥ 1506

Ανδρία Γιάννης

Λαζίκος Γιώργης

Πλατύστομος Γιάννης

Γιάννη Γιώργης

Λιγκούροβα χήρα

Πλατύστομος Γιώργης

Γιάννη Δημήτρης από την Πολιάνα[5] Σαγκρί

Λιστάνης Μιχάλης

Πλατύστομος Δημήτρης

Γιάννη Θόδωρος

Λούκαρη Γιώργης

Πλατύστομος Θόδωρος

Γιάννη Ίβρος

Λουκοτσάνη χήρα

Πλατύστομος Σταμάτης

Γιάννη Μιχάλης

Μαλλού χήρα

Πρανές Γιάννης

Γιάννη Μιχάλης

Μανόλη Γιώργης

Πρανές Παρασκευάς

Γιάννη Σταμάτης

Μανόλη Δημήτρης

Πρανές Στέφανος

Γιάννη Φίλος

Μάνου Γιάννης

Πονιλίτα χήρα

Γιώργη Νέστορας από το Κουρτέσι[6]

Μάντη Γιάννης

Σαμαρινός[7] Παύλος

Γιώργης παπάς

Μιχάλη Γιάννης

Σέρβου Γιώργης

Γιώργης παπάς

Μάντη Μιχάλης

Σέρβου Νικόλας

Γρηγορόπουλος Γιώργης

Μαριάννα χήρα

Σιμηνού Γιάννης

Γληγορόπουλος Γιάννης

Μιχάλη Γιάννης

Σίμος παπάς

Γληγορόπουλος Μιχάλης

Μιχάλη Γιάννης

Σταμάτη Γιάννης

Γληγορόπουλος Νικόλας

Μιχάλη Γιώργης από την Καραλίμα[8]

Σταμάτη Νικόλας

Γληγορόπουλος Στάνης

Μιχάλη Δημήτρης από το Κουρτέσι

Σταμάτου χήρα

Δημήτρη Βασίλης

Μιχάλη Νικόλας

Στάνη Γιώργης

Δημήτρη Θόδωρος

Μιχάλη Στάνης από τα Τρίκαλα

Στάνη Σταμάτης

Δημήτρη Νικόλας

Μπόγρης Νικόλας από τη Σεκλίστα[9]

Στάνου χήρα

Ελένη χήρα

Μαρία χήρα

Στεφανού χήρα

Ειρήνη χήρα

Μαρία χήρα

Στεφανού χήρα

Ειρήνη χήρα

Μάρου χήρα

Χολουλού χήρα

Ίβρου Μανόλης

Μωρής Δημήτρης

Χοντίλα Βασίλης

Ίβρου Μάνος

Νικόλα Γιώργης

Χοντίλα Γιάννης

Θοδώρα χήρα

Νικόλα Μανόλης

Χοντίλα Γιώργης

Θοδώρα χήρα

Νικόλα Μάνος

Χοντίλα Γληγόρης

Θοδώρα χήρα

Νίκου Νικόλας

Χοντίλα Δημήτρης

Θόδωρου Μιχάλης

Ντοπολάνα Γληγόρη χήρα

Χοντίλα Θόδωρος

Καλλή

Παπά Αποστόλης

Χοντίλα Καλλίνος

Κόλια Γιάννης

παπα-Γιάννη Νικόλας

Χοντίλα Λέκας. Χοντίλα Μανόλης

Κορσίνη χήρα

Παπαδιάς Γιάννης

Χοντίλα Μιχάλης

Κυράννα χήρα

Παύλου Κώστας

Χοντίλα Στάνης

Κώστα Γιάννης

Παύλου Στάνης

Χοντίλα Στάνης

Κώστα Νικόλας

Πέτρου Θόδωρος

Χρύσου Βράτσης

Κώστα Πολύμερος

Πιπιλής Δημήτρης

Χρύσου Γιάννης

Λαζίκος Γιάννης

Πιπιλής Δημήτρης

Χρύσου Νέστορας.

 Χαρακτηριστικό της απογραφής του 1508 είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ονομάτων δεν υπάρχουν επώνυμα αλλά πατρώνυμα, π.χ. Μανόλη Νικόλας, Γιώργου Γιάννης. Έτσι, πλην ελαχίστων, δεν γνωρίζουμε ποιοι είναι καινούριοι κάτοικοι και ποιοι παλαιοί. Ονόματα τα οποία συναντήσαμε ως επώνυμα και στην απογραφή του 1455 είναι τα εξής: Μάντης, Πλατύστομος, Χοντίλας, Γρηγορόπουλος, Πιπιλής. Ανάμεσα στους νέους κατοίκους έχουμε 3 οικογένειες με το επώνυμο Ίβρος. Ο Γιώργος Λούκαρης παραπέμπει σε όνομα από Κωνσταντινούπολη, ενώ υπάρχουν και Αρβανίτες όπως ο Λέκα Χοντίλας (Αλέξανδρος > Αλέκος > Λέκας).

 Οι περιοχές από τις οποίες προέρχονται και καταγράφονται κάποιοι νέοι κάτοικοι είναι διαφορετικές, αλλά ανήκουν στο σαντζάκι των Τρικάλων. Η Σεκλίστα βρίσκεται στο τμήμα της Ηπείρου που μαζί με την περιοχή του Μετσόβου ανήκαν στο σαντζάκι των Τρικάλων, το οποίο εκτεινόταν από τον Όλυμπο μέχρι τη νότια Ευρυτανία.

 Όπως επισημάνθηκε, στην απογραφή του 1506 ο πληθυσμός του χωριού επανήλθε στα επίπεδα του 1455. Ο τιμαριούχος, για να αυξήσει την πρόσοδό του, έφερε από άλλα μέρη καλλιεργητές της γης του. Βλέπουμε φερμένους εδώ από τη Σεκλίστα, τα Τρίκαλα, το Κορνέσι, την Πουλιάνα, την Καραλίμα και τη Σαμαρίνα. Σε διάστημα 20 περίπου χρόνων οι πλήρεις οικογένειες από 55 έγιναν 83 και των χηρών αυξήθηκαν από 17 σε 23. Τροφοδοτώντας τον προβληματισμό, προσθέτουμε ότι ο αριθμός των χηρών αυξήθηκε. Το 1455 ήταν 7, το 1485 έγιναν 17 και το 1506 έφτασαν στις 23. Το ίδιο συμβαίνει και στο διπλανό χωριό Αργύρι.[10] Το 1455 από τις 37 οικογένειες μία μόνο ήταν χήρας γυναίκας, ενώ το 1485 από τις 44 οικογένειες οι 14 ήταν χηρών. Στο Αργύρι όμως δεν μειώθηκε ο συνολικός πληθυσμός.

 4) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1521

 Στη συνοπτική απογραφή του 1521, τα Sipilana ανήκουν και πάλι στο Ραδοβίσδι, ως τιμάριο κάποιου Cündi Καρατζά, με μεταβίβαση από κάποιον Κασίμ. Στον οικισμό ζούσαν 90 πλήρεις οικογένειες, 23 χηρών γυναικών και 8 ενήλικοι άγαμοι, οι οποίοι απέδωσαν, ως πρόσοδο, στον τιμαριούχο 7.793 άσπρα. Παρατηρούμε μικρή αύξηση (7 οικογένειες), σε σχέση με την απογραφή του 1506. Ο αριθμός των χηρών παραμένει ίδιος, (23). Όπως θα δούμε, από τις 5 διαθέσιμες απογραφές αυτή παρουσιάζει τον μεγαλύτερο πληθυσμό.

 5) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1570

 Είναι η τελευταία που έχουμε στη διάθεσή μας. Πέρασαν 115 χρόνια από την 1η απογραφή του 1455 και ο πληθυσμός του χωριού κινείται στα ίδια επίπεδα. Στα φ. 22a και 22b καταγράφονται 69 πλήρεις οικογένειες, 15 χηρών γυναικών και 18 ενήλικοι άγαμοι. Σε σχέση με την απογραφή του 1521 τα νοικοκυριά είναι μειωμένα, είναι όμως υπερδιπλάσιοι οι ενήλικοι άγαμοι. Πάνω - κάτω ο συνολικός πληθυσμός είναι ίδιος. Από τα επώνυμα του 1455 διατηρούνται 4: Γρηγορόπουλος, Πλατύστομος, Ξενογιώργος και Μάντης.

 ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΗΛΙΚΟΙ ΑΓΑΜΟΙ ΤΟΥ 1570

Αργύρη Αποστόλης

Κοβόλια Θόδωρος

Παπά Νικόλας

Αργύρη Γιώργης

Κοβόλια Μιχάλης

Πάρου Γιώργης

Αργύρου χήρα

Κοβόλια Νέστορας

Πάρου Κυριαζής

Αρχόντου χήρα

Κοβόλια Νικόλας

Πέτρου Γιώργης

Βάγκου Δημήτρης

Κοβόλια Νικόλας

Πλατύστομος Αργύρης

Βεργερής Στάνης

Κοβόλια Σταμάτης

Πλατύστομος Αργύρης

Βόλος Γιάννης

Κοβόλια Στάνης

Πλατύστομος Βασίλης

Βόλος Θόδωρας

Κυράννα χήρα

Πλατύστομος Βασίλης

Βουριπίλια χήρα

Κυριαζή Σοφιανός

Πλατύστομος Γιώργης

Γιάννη Βασίλης

Μανόλη Γιάννης

Πλατύστομος Δημήτρης

Γιαννοπούλινα χήρα

Μανσού χήρα

Πλατύστομος Δημήτρης

Γιώργη Νικόλας

Μάντη Γιώργης

Πλατύστομος Δημήτρης

Γιώργη Φίλος

Μαρία χήρα

Πλατύστομος Λάζαρης

Γκόρη χήρα

Μιραβίλα χήρα

Πλατύστομος Λάρης

Γληγορόπουλος Δημήτρης

Μορίνη Γιώργης

Πλατύστομος Μιχάλης

Γληγορόπουλος Δημήτρης

Μπόγρης Γιάννης

Πλατύστομος Σταμάτης

Γληγορόπουλος Θόδωρας

Μπόγρης Γιάννης

Πλατύστομος Σταμάτης

Γληγορόπουλος Θόδωρος

Μπόγρης Γιώργης

Πλατύστομος Φίλος

Γληγορόπουλος Θόδωρος

Μπόγρης Κυριαζής

Πορτοβία χήρα

Γληγορόπουλος Μιχάλης

Μπόγρης Μιχάλης

Πραντής Αποστόλης

Δημήτρη Νικόλας

Μπόγρης Νικόλας

Πραντής Αποστόλης

Δημήτρης παπάς

Μπόγρης Πούλος

Πραντής Γιώργης

Θόδωρα Δημήτρης

Μπόγρης Πούλος

Πραντής Νικόλας

Θόδωρας παπάς

Μπόγρης Σταμάτης

Ράντου χήρα

Θόδωρου Αργύρης

Μπόγρης Στάνης

Σταμάτη Δημήτρη

Θόδωρου Γιώργης

Νικόλα Μιχάλης

Σταμάτη Χρύσος

Καλλή χήρα

Νικόλα Πούλος

Στάνη Σταμάτης

Κοβόλια Αποστόλης

Ντραγούσα χήρα

Συτεχαλία χήρα

Κοβόλια Γιάννης

Ξενογιώργου Δημήτρης

Φίλια Γιώργης

Κοβόλια Γιάννης

Ξένος Μιχάλης

Φίλια Γιώργης

Κοβόλια Γιώργης

Παντσόπουλος Μιχάλης

Χαλίγκοβα χήρα

Κοβόλια Γιώργης

Παπά Γιώργης

Χρύσου Αργύρης

Κοβόλια Δημήτρης

Παπά Δημήτρης

Χρύσου Γιώργης

Κοβόλια Δημήτρης

Παπά Μιχάλης

Χρύσου Δημήτρης

 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΗΣΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΠΩΝΥΜΟ

Επώνυμο

1455

1570

Γρηγορόπουλος

Πλατύστομος

6

7

6

13

Ξενογιώργος

4

4

Μάντης

4

1

 Ενώ με το επώνυμο Χοντίλας, στην απογραφή του 1454/1455 προσδιορίζονταν 7 οικογένειες, στην απογραφή του 1570 δεν υπάρχει καμία. Το 1506 αναφέρεται μία οικογένεια από τη Σεκλίστα, με το επώνυμο Μπόγρης, και το 1570 αυξήθηκαν σε 10. Για πρώτη φορά αναφέρονται 14 οικογένειες με το δυσνόητο επώνυμο Κοβόλιας. Πάντως, η χρήση του πατρώνυμου εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε μεγάλη έκταση. Τα αναφερόμενα επώνυμα προέρχονται από επάγγελμα, ιδιότητα, καταγωγή, εμφάνιση, παρωνύμιο. Το επώνυμο Πλατύστομος είναι εμφανές παράδειγμα, όπως και το Χοντίλας, το οποίο το 1455 αναφέρεται ως Χοντρίλας.

 Όλα τα βαφτιστικά των ανδρών, στις 3 λεπτομερείς απογραφές, είναι χριστιανικά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε εγκατάσταση μουσουλμάνων.[11] Η χριστιανική πίστη των κατοίκων φαίνεται και από τον αριθμό των ιερέων. Το 1455/1445 ήταν δύο, το 1506 τέσσερις και το 1570 δύο. Ο αριθμός, πάντως, των ιερέων δείχνει και τις λειτουργούσες ενορίες, που ήταν τουλάχιστον δύο με αρκετές πιθανότητες για κάποιο χρονικό διάστημα να υπήρχαν περισσότερες. Ερείπια ναών, με περίβολο, εντός του οικισμού σώζονται μέχρι σήμερα 3: Αϊ-Γιώργης, Άγιοι Ταξιάρχες, Αϊ-Νικόλας. Στην περιοχή Κελάρια σώζεται ο ναός της Αγίας Κυριακής.

 Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι οι πλήρεις οικογένειες ήταν 5μελείς και των χηρών 4μελείς, μπορούμε να υπολογίσουμε το σύνολο των κατοίκων. Με τον ίδιο τρόπο υπολογισμού, το διπλανό Αργύρι με τις 37 οικογένειες, μία χήρα και 4 ενήλικους άγαμους υπολογίστηκε σε 190 άτομα.[12] Με αυτό το δεδομένο ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την εξέλιξη του πληθυσμού στα Σελιπιανά από το 1455-1570.

έτος απογραφής

πλήρεις οικογένειες

σύνολο 1

οικογένειες χηρών

σύνολο 2

ενήλικοι άγαμοι

Γενικό σύνολο

1455

86 χ 5

430

6 χ 4

24

13

467

1485

55 χ 5

275

17 χ 4

68

--

343

1508

83 χ 5

410

23 χ 4

92

6

508

1521

90 χ 5

450

23 χ 4

92

8

550

1570

69 χ 5

345

15 χ 4

60

18

423

 Αν θέλαμε να κάνουμε έναν πιο συντηρητικό υπολογισμό μειώνοντας τον αριθμό των νοικοκυριών κατά ένα άτομο, τότε θα προέκυπτε:

έτος απογραφής

πλήρεις οικογένειες

σύνολο 1

οικογένειες

χηρών

σύνολο 2

άγαμοι

γενικό σύνολο

1455

86 χ 4

344

6 χ 3

18

13

375

1485

55 χ 4

220

17 χ 3

51

--

271

1508

83 χ 4

332

23 χ 3

69

6

407

1521

90 χ 4

360

23 χ 3

69

8

437

1570

69 χ 4

276

15 χ 3

45

18

339

 Σε κάθε περίπτωση, πάντως, διαπιστώνουμε ότι τα Σελιπιανά ήταν ένας μεγάλος οικισμός, με τα δεδομένα της εποχής. Η μέγιστη πληθυσμιακή ακμή του - 550 άτομα στην απογραφή του 1521 - πολύ πιθανό να είναι η υψηλότερη όλων των εποχών. Η μείωση του πληθυσμού στην απογραφή του 1570 δεν είναι ίδια με αυτήν του 1485. Στις 84 οικογένειες (69+15) υπάρχει δυναμική αύξησης από τους 18 ενήλικους άγαμους, πράγμα το οποίο δεν υπήρχε το 1485.

 Στη συνοπτική απογραφή του 1485[13] βρίσκουμε απογραφικά στοιχεία και για τους άλλους οικισμούς που ανήκαν στο ίδιο ζιαμέτι με τα Σελιπιανά. Πρώτο σε πληθυσμό είναι τα Σελιπιανά με 55 νοικοκυριά και 17 χήρες, δεύτερη η Κριτσίστα (Ιτέα) με 40 νοικοκυριά, 22 χήρες και 5 άγαμους, τρίτο το Αργύρι με 30 νοικοκυριά και 14 χήρες, τέταρτο το Χορίγγοβο (Κέδρα) με 27 νοικοκυριά και 10 χήρες. Ακολουθούν η Τσιρνόκα (Κερασοβάκι;), το Ραφτόπουλο, το Κεράσοβο, τα Λεπιανά και η Τζιάρεκα (Δαφνούλα).

Β) ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 1) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1454/1455

 Από την απογραφή προκύπτει ότι την περίοδο αυτή οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία σε επίπεδο που να καλύπτονται οι διατροφικές τους ανάγκες. Καλλιεργούν σιτάρι, κριθάρι, αμπέλια, λινάρι (για την κατασκευή ρούχων), έχουν λίγους αμπελώνες, κάποια καρποφόρα δέντρα 1.440 πρόβατα, ήτοι 16 πρόβατα, κατά μέσον όρο, σε κάθε οικογένεια. Το καλοκαίρι του 1455, ο τιμαριούχος εισέπραξε, ως πρόσοδο, από τους κατοίκους των Σελιπιανών τα εξής ποσά:

 Από το σιτάρι[14] 56 κοιλά[15] Χ 8 άσπρα

448

άσπρα

Από κριθάρι και άλλα δημητριακά 56 κοιλά Χ 5 άσπρα

280

»

Από τη δεκάτη των αμπελιών και τον φόρο του βαρελιού

126

»

Από το λινάρι

100

»

Από τον φόρο στα σταφύλια

10

»

Από τη δεκάτη των καρπών

20

»

Από τη δεκάτη των καρυδιώνα

60

»

Από τον φόρο των προβάτων[16]

480

»

Από τη σπέντζα[17] (86χ25)+(6Χ6)

2.186

»

Σύνολο

3.710

»

 2) H ΑΠΟΓΡΑΦΗ TOY 1485

 Η απογραφή αυτή είναι συνοπτική. Υπενθυμίζουμε ότι αυτή την περίοδο ο πληθυσμός έχει μειωθεί σημαντικά. Από 86 πλήρεις οικογένειες και 7 χηρών το 1455, το 1485 τα αντίστοιχα νοικοκυριά έγιναν 55 και 17. Παρά την πληθυσμιακή μείωση, το σύνολο των φόρων αυξήθηκε, από 3.710 το 1455, έφθασε στα 4.461 άσπρα.

 Επειδή ο φόρος για τη σπέντζα μπορεί να υπολογιστεί (55Χ25 + (17Χ6) = 1.477 άσπρα, σημαίνει ότι οι φόροι από την παραγωγή έφθασαν στα 2.984 άσπρα. Το 1455 ήταν 1.524 άσπρα. Σχεδόν διπλασιάστηκαν. Η αύξηση αυτή εξηγείται, μάλλον, από την αλλαγή του τιμαριούχου. Στην αρχή του εγγράφου της απογραφής παρέχεται η πληροφορία ότι το ζιαμέτι του Ραδοβισδίου μεταβιβάστηκε[18] στον Μουσταφά μπέη, γιο του Βεΐς μπέη Ζουλκαντρί, από τον Σινάν μπέη Καραμανί στον οποίο ανήκε προηγουμένως. Προφανώς, η αλλαγή αυτή έφερε αύξηση των φόρων στα Σελιπιανά και στους 9 οικισμούς που ανήκαν στο ζιαμέτι του Ραδοβισδίου.

 Από τα στοιχεία της προαναφερόμενης απογραφής του 1485[19] προκύπτει ότι από τους οικισμούς του ζιαμετίου του Ραδοβισδίου, τα Σελιπιανά είναι πρώτα σε φόρους με 4.461 άσπρα, δεύτερο το Χορίγκοβο με 3.114, τρίτη η Κριτζίστα με 2.713, τέταρτο το Αργύρι με 2.175, πέμπτη η Τσιρνόκα με 2024 και ακολουθεἰ το Κεράσοβο με 1849, το Ραφτόπουλο με 1385, τα Λεπιανά με 1.235 και η Τζιάρεκα με 947. Ανατρέχοντας στα πληθυσμιακά στοιχεία διαπιστώνουμε ότι, ενώ τα Σελιπιανά είναι πρώτα σε οικογένειες και σε φόρους, η συνέχεια δεν είναι η ίδια. Το Χορίγγοβο από τέταρτο σε πληθυσμό είναι δεύτερο σε φόρους, η Κριτζίστα από δεύτερη σε πληθυσμό είναι τρίτη σε φόρους και το Αργύρι από τρίτο σε πληθυσμό είναι τέταρτο σε φόρους.

 3) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1506

 Οι φόροι δεν σταμάτησαν στα επίπεδα του 1485. Οι αυξήσεις συνεχίστηκαν ώστε, στην επόμενη απογραφή του 1506, να έχουν διπλασιαστεί. Και ενώ οι φόροι της κτηνοτροφίας παρέμειναν όσο περίπου ήταν, οι φόροι της γεωργίας αυξήθηκαν. Πενταπλασιάστηκε η παραγωγή σε σιτάρι και κριθάρι και εμφανίζονται νέοι φόροι για τα μελίσσια και το μετάξι. Το καλοκαίρι του 1506, ο τιμαριούχος εισέπραξε, ως πρόσοδο, τα εξής ποσά από τους χωρικούς:

Από το σιτάρι 274 κοιλά Τρικάλων Χ 10 άσπρα[20]

2.740

άσπρα

Από το κριθάρι 294 κοιλά Χ 6 άσπρα

1.764

»

Από το λινάρι 100 δεμάτια Χ 2 άσπρα

200

»

Από τον φόρο των κυψελών (1 άσπρο η μία)

100

»

Από τον φόρο των καρυδιών

47

»

Από τον φόρο του κρασιού 50 μέτρα

200

»

Από τον φόρο του μούστου

50

»

Από τον φόρο του μεταξιού

100

»

Από τον φόρο των ποτών πλην του κρασιού

100

»

Από το φόρο των προβάτων

500

»

Από τον φόρο βοσκής[21]

415

»

Από τον φόρο των γάμων και εγκλημάτων[22]

100

»

Από τη σπέντζα[23] (83+6)Χ25 + (23Χ6)

2.365

»

Σύνολο

8.681

»

 4) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1521

 Η συνοπτική απογραφή του 1521, σε οικονομικό επίπεδο, έφερε μικρή μείωση των φόρων, παρά την αύξηση των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, ο συνολικός φόρος που κλήθηκαν να πληρώσουν οι κάτοικοι του χωριού ήταν 7.793 άσπρα έναντι 8.681 που πλήρωσαν το 1508. Αν υπολογίσουμε ότι η σπένζα είναι κατά 225 άσπρα περισσότερος, λόγω αύξησης των φορολογουμένων κατά 9 άτομα, τότε οι φόροι από την παραγωγή είναι μειωμένοι κατά 1.113 άσπρα. (7.793-225=7.568, 8681-7.568=1113).

 Μία άλλη παρατήρηση στα στοιχεία της απογραφής του 1521 είναι ότι το χωριό αναφέρεται ως τιμάριο του Cündi Karaca (tabi-i Radoviz) και όχι ως χωριό που ανήκει σε ζιαμέτι, όπως γνωρίζαμε μέχρι το 1508 (tabi-i Radoviz, zeamet). Είναι πιθανόν, λόγω των σταθερών καλών εσόδων του, να αποσπάστηκε από το ζιαμέτι και να παραχωρήθηκε ως τιμάριο στον Cündi Karaca με ή χωρίς άλλους οικισμούς.

 5) Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1570

 Από την αναλυτική απογραφή του 1506 έχουν περάσει 62 χρόνια και 49 από τη συνοπτική του 1521. Πολύς χρόνος για να συμβούν και πολλές αλλαγές, κάτι όμως που δεν προκύπτει από τα στοιχεία της απογραφής. Οι πληθυσμός κινείται στα ίδια επίπεδα, όπως και οι ασχολίες των κατοίκων, το ίδιο και οι φόροι, οι οποίοι συνολικά ανέρχονται στα 7.860 άσπρα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο διπλασιασμός της κτηνοτροφίας. Τα προηγούμενα 120 χρόνια πλήρωναν σε φόρους 500 άσπρα ετησίως, που αντιστοιχούσαν σε 1.500 πρόβατα, ενώ το 1570 πλήρωσαν 1.000 άσπρα, που αντιστοιχούν σε 3.000 πρόβατα. Και ενώ η φορολογία του σιταριού είναι μειωμένη, μπήκαν καινούριοι φόροι, ώστε ο τιμαριούχος να εισπράξει το ίδιο ποσό. Έτσι φορολογήθηκαν οι λαχανόκηποι, 2 νερόμυλοι και επιβλήθηκε ένας έκτακτος φόρος. Το καλοκαίρι του 1570, ο τιμαριούχος εισέπραξε, ως πρόσοδο, τα εξής ποσά:

Από το μικτό σιτάρι σε μετρητά από τους παντρεμένους Χ 20[24]

1.380

άσπρα

Από το κριθάρι ποσότητα 220 αξίας:

1.100

»

Από τη δεκάτη στο λινάρι 145 δεμάτια αξίας:

435

»

Από τη δεκάτη των καρυδιών

100

»

Από τη δεκάτη των κυψελών

100

»

Από τον φόρο του μούστου[25]

110

»

Από τη δεκάτη στα μποστάνια

129

»

Από τη δεκάτη του μεταξιού

40

»

Από τον φόρο των προβάτων

1.000

»

Από τα αγριόχορτα: (69 Χ 5)

345

»

Από τον φόρο των ποτών

130

»

Από τον φόρο των γάμων

150

»

Έκτακτος φόρος (μισός) [26]

300

»

Από τη σπέντζα: (69+18) Χ 25+ (15 Χ 6)

2.265

»

Από τους μύλους (εργασία 15 ημερών) 2 μύλοι[27]

30

»

 «Έξω από το χωριό, στα όρια με το Αργύρι και το Πιλίσιβο,[28] οι άπιστοι (χριστιανοί) που αναφέρθηκαν, καλλιεργούν χωράφια και δίνουν στον τιμαριούχο τις δεκάτες»:

Από το σιτάρι 5 κοιλά [29]

130

άσπρα

Από το κεχρί 1 κοιλό

15

»

Από τη σίκαλη 2 κοιλά

30

»

Από το λινάρι 22 δεμάτια

66

»

Γενικό σύνολο

7.860

άσπρα

 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ

απογραφή

φορολογούμενοι

σπέντζα

φόρος αγαθών

σύνολο

1455

86 (6 χήρες)[30]

2.186

1.524

3.710

1485

55 + 17 χήρες

1.477

2.984

4.461

1506

89 + 23 χήρες

2.363

6.318

8.681

1521

98 + 23 χήρες

2.588

5.205

7.793

1570

87 + 15 χήρες

2.265

5.595

7.860

 Από τον πίνακα προκύπτει ότι, ενώ ο φόρος της σπέντζας έμενε σταθερός, οι φόροι επί των προϊόντων αυξάνονταν. Το 1485 διπλασιάστηκαν, σχεδόν, σε σχέση με το 1455, ενώ μπαίνοντας στον 16ο αι. διπλασιάστηκαν ξανά για να παραμείνουν, στη συνέχεια, στα ίδια επίπεδα. Ο τρόπος υπολογισμού της φορολογίας του σιταριού παρατηρούμε ότι στις 3 αναλυτικές απογραφές είναι διαφορετικός. Το 1454 φορολογήθηκαν οι κάτοικοι για 56 κοιλά Τρικάλων (2.873,4 σημερινά κιλά) με 8 άσπρα ανά κοιλό, δηλαδή 448 άσπρα. Το 1506 φορολογήθηκαν για 274 κοιλά, αλλά με 10 άσπρα ανά κοιλό, ενώ το 1570 δεν μετρήθηκε η ποσότητα αλλά επιβλήθηκε φόρος 20 άσπρων σε κάθε έγγαμο. Από το σύνολο των φόρων φαίνεται ότι οι φόροι των σιτηρών είναι οι σημαντικότεροι μετά τη σπέντζα.

 Από τον παρακάτω πίνακα, στον οποίο υπολογίστηκε ο μέσος όρος φορολογίας των προϊόντων ανά φορολογούμενο, παρατηρούμε ότι η καλύτερη χρονιά ήταν το 1455 (16,56 άσπρα) και η χειρότερη το 1506 (56,41), στα επίπεδα της οποίας κινούνταν και οι υπόλοιπες. Προσθέτοντας και τη σπέντζα (25 άσπρα) διαπιστώνουμε ότι ένας οικογενειάρχης έπρεπε να πληρώσει 80 περίπου άσπρα ετησίως, ως πρόσοδο στον τιμαριούχο. Υπήρχαν όμως και άλλοι φόροι, όπως ο κεφαλικός, οι οποίοι πήγαιναν στην κεντρική διοίκηση, στην Υψηλή πύλη.

απογραφή

φορολογούμενοι

φόρος αγαθών

μέσος όρος

1455

92

1.524

16,56

1485

72

2.984

41,44

1506

112

6.318

56,41

1521

121

5.205

43,03

1570

102

5.595

54,85

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 Τα χειρόγραφα των απογραφών που παρουσιάσαμε αποτελούν την αρχαιότερη γνωστή έως τώρα γραπτή πηγή για την ύπαρξη των Σελιπιανών. Τα πληθυσμιακά και οικονομικά στοιχεία που περιέχουν μας βοηθούν να σκιαγραφήσουμε την εικόνα του χωριού, τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής, όσο πιο κοντά γίνεται στην ιστορική αλήθεια.

 Ο πληθυσμός ανερχόταν σε 450 περίπου άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων, το πιθανότερο όλοι, κατοικούσαν απλωμένοι στο ψηλότερο δυνατό σημείο της πλαγιάς της Μιρμιτζάλας και σε υψόμετρο από 800 -1050 μ.

 Από τα φορολογικά στοιχεία φαίνεται ότι οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καλύπτουν τις οικογενειακές τους ανάγκες. Στα περισσότερα χωριά των Αγράφων (θεσσαλικών και ευρυτανικών) οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει μεγάλη κτηνοτροφία και έτσι το χειμώνα κατέβαιναν στις πεδιάδες της Καρδίτσας, των Τρικάλων και της Αιτωλοακαρνανίας, για να διαχειμάσουν τα αιγοπρόβατἀ τους, και την άνοιξη ανέβαιναν ξανά στα χωριά τους. Λίγοι έμεναν όλο τον χρόνο στα χωριά. Τα Σελιπιανά δεν ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων που αναφέρεται στις απογραφές δεν δικαιολογεί την ύπαρξη τέτοιων κτηνοτρόφων· εξάλλου ούτε ο ειδικός φόρος διαχείμασης υπήρξε.

 Τα φορολογικά στοιχεία μάς δίνουν μία εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά δεν την αποτυπώνουν με ακρίβεια. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι και στις 3 αναλυτικές απογραφές δεν υπάρχει φόρος για οικόσιτους χοίρους ούτε για μεγάλα ζώα (αγελάδες, άλογα), δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν τέτοια ζώα.

 Είναι βέβαιο ότι, ανάμεσα στους κατοίκους, κάποιοι ήταν τεχνίτες, συνήθως μετακινούμενοι, όπως χαλκιάδες (η ύπαρξη του επιθέτου Χαλκιά αυτό μαρτυρά), σιδεράδες, ράφτες, αγωγιάτες, ενώ από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι στα Άγραφα, γενικά, είχαν αναπτύξει την οικοτεχνία. Έφτιαχναν βελέντζες, υφαντά ρούχα που μαζί με άλλα προϊόντα, όπως μετάξι, λινάρι και μέλι τα πωλούσαν είτε σε πλανόδιους εμπόρους είτε σε εμποροπανηγύρεις. Η μεγαλύτερη της περιοχής ήταν των Λεπιανών.

 Με τέτοιες δραστηριότητες εξασφάλιζαν τα χρήματα για να πληρώσουν τους φόρους που είδαμε. Όμως, αυτοί οι φόροι εισπράττονταν από τον τιμαριούχο και αποτελούσαν τα προσωπικά του έσοδα για τις στρατιωτικές υπηρεσίες προς τον σουλτάνο. Υπήρχαν άλλοι φόροι, όπως ο κεφαλικός, που κατέληγαν κατ’ ευθείαν στα ταμεία του σουλτάνου ή σε άλλους αξιωματούχους της περιφέρειας.

 Και δεν ήταν μόνο οι φόροι στον κατακτητή. Χρήματα έπρεπε να πληρώσουν και για την ασφάλειά τους. Στα βουνά υπήρχε έντονο το πρόβλημα της κλοπής και της ληστείας. Έτσι γεννήθηκε, όπως θα δούμε, ο θεσμός του αρματολικίου.

 Χρήματα καλούνταν να δώσουν και για την Εκκλησία. Εκτός από την αμοιβή του ιερέα που ήταν σε είδος (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι), κάθε επισκοπή έπρεπε κάθε χρόνο να συγκεντρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό για το Οικ. Πατριαρχείο. Το ποσό αυτό οι επίσκοποι το συγκέντρωναν με εράνους από τους κατοίκους. Τέτοιους όμως εράνους (ζητείες) έκαναν και τα μοναστήρια.

 ΤΟ ΠΛΙΣΙΒΟ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ

 Δυτικά του Καταφυλλίου, πριν από τα Γρυμπιανά, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου, υπάρχει η περιοχή Πλίσιβο, η οποία σήμερα ανήκει στο Καταφύλλι, αλλά δεν κατοικείται. Από τη διαμόρφωση όμως του χώρου και τα ερείπια είναι φανερό ότι κάποτε κατοικούνταν. Το γεγονός αυτό διασώζεται και μέσω της προφορικής παράδοσης, στην οποία όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, υπεισέρχεται και το μυθικό στοιχείο, έτσι ώστε να μη διακρίνεται η πραγματικότητα από τη φαντασία.

 Ως προς την προφορά του ονόματος υπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις. Η συνηθέστερη χρήση γίνεται στην αιτιατική πτώση και μάλλον στο θηλυκό γένος. Η ακουστική, δηλαδή, ονομασία μεταφερόμενη στο γραπτό λόγο είναι «στ’ Πλισίβ’». Μάλιστα το «β» ακούγεται σχεδόν άηχα, ώστε η πιθανότητα κάποιος να ακούσει «στ’ Πλησίου» είναι μεγάλη.

 Επειδή η περιοχή έπαψε να κατοικείται πολύ πριν από την απελευθέρωση (1881), δεν υπάρχει καμία επίσημη γραπτή αναφορά. Η πρώτη κατάθεση γραπτής μνείας γίνεται στην προαναφερόμενη διατριβή του αρχιμ. Πολύκαρπου Καλομπάτσου. Από τη μελέτη των κωδίκων της Μονής του Δουσίκου του 16ου αι. προκύπτει ότι στις προθέσεις αναγράφονται 10 ονόματα αφιερωτών από το Πλησίον ή τους Πλησιούς, εκ των οποίων οι 2 είναι ιερείς και ένας ιερομόναχος. Για την ταύτιση του με τον οικισμό δίπλα στα Σελιπιανά, ο συγγραφέας, ενώ εκφράζει επιφυλάξεις, το θεωρεί όμως ως το πλέον πιθανό.

 Αναφορές του οικισμού βρήκαμε και στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Ε. Καμπουρίδη,[31] το οποίο διερευνά, μέσα από ιεροδικαστικούς κώδικες της περιόδου 1662-1678, την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιφέρειας Λάρισας - Φαναρίου. Οι σχετικές καταγραφές που συναντούμε είναι Pilişyo, Pilşova, Bilşova. Η ταύτιση του οικισμού δεν ήταν δυνατή μέχρι τώρα. Το πρόβλημα λύνεται με την απογραφή του 1570, την οποία παρουσιάσαμε αναλυτικά σε προηγούμενες σελίδες. Μάλιστα η ταύτιση δεν γίνεται μόνο από το όνομα αλλά και από τον χώρο. Ο αναγραφόμενος οικισμός Pilişova[32] τοποθετείται στα σύνορα με τα Σελιπιανά, οπότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το Πλίσιβο. Από τις διαθέσιμες πηγές γνωρίζουμε ότι ήταν αυτόνομος οικισμός, καταχωρισμένος σε οθωμανικά κατάστιχα. Το 1454/1455 ανήκε στο ζιαμέτι του Ραδοβισδίου και αριθμούσε 30-40 οικογένειες, όπως και το Αργύρι, μόνο που είχε πολύ λιγότερους πόρους. Η ύπαρξή του βεβαιώνεται μέχρι το 1678. Τότε, όπως θα δούμε, θα υποστεί μεγάλη πληθυσμιακή μείωση.

 ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

 Οι απογραφές των Οθωμανών που παρουσιάσαμε φώτισαν, ως ένα βαθμό, μία περίοδο με ελάχιστες ή ανύπαρκτες ελληνικές πηγές. Ασφαλώς και υπάρχουν ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις. Ένα απλό παράδειγμα: πόσο κόστιζε η αγορά ή πώληση ενός προβάτου; Ποια η αξία ενός άσπρου; Αν είχαμε απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε με περισσότερη ακρίβεια το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του χωριού και να το συγκρίνουμε με το αντίστοιχο επίπεδο άλλων χωριών των Αγράφων ή της πεδιάδας.

 Από την περίοδο αυτή (15ος και 16ος αι.), στη συλλογική μνήμη των Αγραφιωτών έχουν μείνει: α) Ότι τα Άγραφα ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν «πάτησαν» οι Τούρκοι και επομένως δεν καταγράφτηκαν στα δεφτέρια τους. και β) Η συνθήκη του Ταμασίου, το 1525.[33] Όσον αφορά στο πρώτο, η δημοσίευση τα τελευταία χρόνια οθωμανικών απογραφών αποκαλύπτει ότι η ονομασία Άγραφα είναι προγενέστερης[34] εποχής και δεν αφορά στους Τούρκους, οι οποίοι είχαν λεπτομερέστατες καταγραφές όχι μόνο των χωριών και του συνόλου των κατοίκων, αλλά και ονομαστικές. Από την άλλη πρέπει να πούμε ότι η συνθήκη του Ταμασίου είχε πολύ μεγάλη σημασία, όχι όσον αφορά στους φόρους, αλλά στο θεσμό των αρματολών και στον ρόλο που έπαιξαν αυτοί στα προεπαναστατικά χρόνια (18ος αι,) και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

 17ος αιώνας

 Ο αιώνας ξεκίνησε με δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις του μητροπολίτη της Λάρισας Διονυσίου του Φιλοσόφου.[35] Οι συνθήκες ζωής για τους χριστιανούς των πεδινών οικισμών από δύσκολες γίνονται δυσκολότερες. Οι πιέσεις και οι ταπεινώσεις εντείνονται, όπως και οι εξισλαμισμοί. Ο αρχιεπίσκοπος του Νεοχωρίου και Φαναρίου Σεραφείμ εκτελείται αρνούμενος να γίνει μουσουλμάνος.

 Η εδραίωση της κυριαρχίας των Οθωμανών έχει επιτευχθεί από τον 15ο αι. Στη πεδινή Θεσσαλία, όπου υπήρχαν περιοχές κενές, οι κατακτητές εγκατέστησαν μερικές χιλιάδες νομάδες κτηνοτρόφους (Γιουρούκους), ιδρύοντας δικούς τους οικισμούς, και εγκατέστησαν μικρό αριθμό τους στους ελληνικούς οικισμούς, στοχεύοντας στην αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού.[36] Αντίθετα, στους ορεινούς ζουν μόνο χριστιανοί, μερικοί από τους οποίους φέρουν σερβικά,[37] κυρίως ονόματα, αλλά με το πέρασμα των χρόνων ομογενοποιούνται.

 Ενώ έως το πρώτο ήμισυ του 17ου αι. διατηρείται η πληθυσμιακή ακμή που είδαμε στις απογραφές, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην οικονομία. Από τα τέλη του 16ου αι. η ύφεση της οθωμανικής οικονομίας έφερε συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος.[38] Για να μη μειωθούν όμως τα έσοδα τους, τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και οι περιφερειακοί αξιωματούχοι αύξαναν τους φόρους και των μουσουλμάνων αλλά κυρίως των ραγιάδων. Ο 17ος όμως αιώνας είχε και πολέμους. Από το 1645 έως το 1669, οι Οθωμανοί προσπαθούν να κατακτήσουν την Κρήτη[39] και στη «γειτονιά» των Αγράφων διεξάγεται ο 6ος βενετουρκικός πόλεμος.[40] Η χρηματοδότηση των πολέμων καλύπτεται από τη φορολόγηση με νέους έκτακτους φόρους, τους οποίους καλούνται και πάλι να πληρώσουν οι Έλληνες. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τις άσχημες σοδειές, λόγω των καιρικών συνθηκών, αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και τις συνθήκες ζωής κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα.

 Η επιγραμματική παρουσίαση των σημαντικότερων γεγονότων του 17ου αι. έγινε με στόχο να κατανοηθεί η παρακμή πολλών οικισμών των Αγράφων, μεταξύ των οποίων και τα Σελιπιανά, το δεύτερο μισό του 17ου αι. Βέβαια, η οθωμανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε παρακμή - οικονομική, διοικητική, αξιακή - αν και εδαφικά στα τέλη του αιώνα αυτού, μέσω των πολέμων, βρίσκεται στο μεγαλύτερο σημείο της επέκτασής της. Αρχικά ο κρητικός πόλεμος και η διάρκειά του, άσχετα από την νικηφόρα κατάληξή του, είχε οδυνηρές συνέπειες. Οι κάτοχοι τιμαρίων (σπαχήδες) και ζιαμετίων εγκατέλειψαν τις περιοχές τους για να συμμετάσχουν στον πόλεμο, όπως είχαν υποχρέωση. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν στις μάχες, ενώ άλλοι λιποτάκτησαν. Το τιμαριωτικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες, ενώ ο πόλεμος ήταν κοστοβόρος και σε χρήμα και σε αγαθά τροφοδοσίας. Έτσι, παλιοί φόροι αναβαθμίζονται, ενώ προστίθενται και νέοι παρουσιαζόμενοι ως έκτακτοι. Το βάρος, φυσικά, αυτών των φόρων θα πέσει κυρίως στις πλάτες των ραγιάδων. Και όσο οι πόλεμοι δε σταματούν, τόσο οι φόροι θα αυξάνονται, ενώ η διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων, με την απουσία των Οθωμανών από την παραγωγική διαδικασία, θα μεγεθύνουν την κρίση.

 Αντλώντας στοιχεία από το βιβλίο του Καμπουρίδη, της περιόδου 1662-1678, διαπιστώνουμε την πληθυσμιακή και οικονομική παρακμή που επικρατούσε την περίοδο αυτή και στα Σελιπιανά. Ο κυριότερος φόρος αυτής της περιόδου ήταν ο κεφαλικός,[41] τον οποίο πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι που είχαν εισόδημα πάνω από 300 άσπρα τον χρόνο. Ήταν διαβαθμισμένος σε 3 κατηγορίες, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός, και υπήρχαν απαλλαγές, για τις γυναίκες, τα παιδιά, τους αρματολούς και τους ανάπηρους. Πριν από την είσπραξη του φόρου υπήρχαν ενημερωμένοι κατάλογοι των φορολογούμενων εστιών, οι οποίοι ανανεώνονταν κάθε 3 περίπου χρόνια. Στον πίνακα που ακολουθεί η στήλη Α δείχνει τις προς φορολόγηση εστίες του καταλόγου και η στήλη Β, όπου υπάρχει, τις εγκαταλειμμένες και ελαφρυμένες εστίες (gurihte ve tahfif), χωρίς διάκριση για το ποιες εγκαταλείφθηκαν και ποιες ελαφρύνθηκαν.

 Ο κεφαλικός φόρος (cizye)

έτος

Σελιπιανά

Πλίσιβο

Γρυπιανά

Αργύρι

Χορίγγοβο

Α

Β

Α

Β

Α

Β

Α

Β

Α

Β

1662

66

46

39

36

31

29

43

15

48

17

1665

66

36

39

39

31

31

43

13

48

18

1666

15

[ ]

[ ]

20

18

1676

35

35

13

13

12

12

18

10

25

25

 Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί της δεινής κατάστασης στην οποία βρέθηκαν οι κάτοικοι εκείνη την περίοδο. Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι, ανεξάρτητα από την αδυναμία πληρωμής ή τη φυγή των κατοίκων, οι φόροι δεν χάθηκαν διότι επιμερίσθηκαν στους εναπομείναντες του ιδίου βιλαετιού,[42] αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που συνέβη ήταν κάτι πολύ σοβαρό και αποδεκτό και από τους χριστιανούς ως αναγκαίο κακό. Παραθέτοντας και τα στοιχεία των γειτονικών οικισμών παρατηρούμε ότι επικρατεί η ίδια εικόνα. Το Πλίσιβο με τα Γρυμπιανά βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση, αφού το 1666 παρουσιάζονται με μηδενική παρουσία. Συνολικά, στο βιλαέτι των Αγράφων υπάρχει κατά 50% μείωση των εστιών. Στον κεφαλικό φόρο προστέθηκαν πολλοί έκτακτοι φόροι,[43] τα έσοδα των οποίων θα κάλυπταν διάφορες ανάγκες κυρίως στρατιωτικές.[44] Στα αξιοσημείωτα της περιόδου είναι και η σημαντική μείωση (30%)- των αιγοπροβάτων λόγω επιζωοτίας.[45]

 Πληθυσμός

οικισμός

οικ. 1662

οικ. 1676

πληθ .1676

πληθ. 1485

Διαφορά

Σελιπιανά

66

35

175

343

-168

Αργύρι

43

18

90

206

-116

Χορίγγοβο

48

25

125

175

-50

Ραφτόπουλο

44

55

275

159

116

Πλίσιβο

39

13

65

Γρυμπιανά

31

12

60

 Ο πίνακας είναι αποκαλυπτικός της πληθυσμιακής κρίσης. Τα Σελιπιανά, σε σύγκριση με την απογραφή του 1485, οπότε είχε τον μικρότερο πληθυσμό από τις 5 που παρουσιάσαμε, συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά 50%. Ποσοστιαία η μείωση στο Αργύρι είναι μεγαλύτερη, ενώ καλύτερη εικόνα έχει το Χορίγγοβο. Η μεγάλη συρρίκνωση χρονικά προσδιορίζεται μεταξύ των ετών 1665 και 1666. Ευθεία αναφορά στα αίτια δεν υπάρχει. Το πλήθος, όμως, και το μέγεθος των φόρων είναι προφανές ότι προκάλεσε ένα κύμα δικαιολογημένης αντίδρασης. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις εστίες τους περιφερόμενοι, μερικοί από αυτούς φτάνουν σε χωριά της πεδιάδας. Το φαινόμενο αυτό προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι Οθωμανοί με δικαστικές αποφάσεις.[46] Στον πίνακα περιλάβαμε και το γειτονικό Ραφτόπουλο της Ευρυτανίας, που έχει διαφορετική εικόνα. Για τις 44 οικογένειες της απογραφής του 1662 υπάρχει δικαστική απόφαση η οποία τις δικαιώνει, που διαμαρτυρήθηκαν για την αυθαίρετη προσθήκη 4 οικογενειών.[47] Προφανώς, οι 55 οικογένειες που εμφανίζονται το 1676 προκύπτουν ή από ανάλογη αυθαιρεσία ή το πιθανότερο από εγκατάσταση περιφερόμενων οικογενειών.[48] Η απότομη, βέβαια, και μεγάλη μείωση του πληθυσμού στο βιλαέτι των Αγράφων (50% περίπου), θα μπορούσε να οφείλεται και σε μία επιδημία, όπως πανώλη. Όμως, στους τόσους ιεροδικαστικούς κώδικες των Οθωμανών δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε επιδημία ανθρώπων, ενώ υπάρχουν αρκετές για φυγάδες και περιφερόμενες οικογένειες, όπως και για την περίοδο της μείωσης των αιγοπροβάτων, λόγω λοιμικής ασθένειας.[49]

 Ο 17ος αι. θα κλείσει με τον 6ο βενετοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος και ο αγραφιώτης οπλαρχηγός Χορμόπουλος,[50] με τα παλικάρια του, ένας μάλιστα από τους πιο πιστούς συμμάχους των Βενετών. Σε οικονομικό επίπεδο ο αιώνας έκλεισε με νέα φορολογική μεταρρύθμιση, με την εισαγωγή της ενοικίασης σε ιδιώτες των κρατικών φόρων[51] και την επιβολή του κεφαλικού φόρου σε πρόσωπα και όχι σε εστίες52.

 18ος αιώνας

 Τα Άγραφα και γενικά οι ορεινές περιοχές της Ελλάδας τον αιώνα αυτό θα εκφράσουν την εθνική συνείδηση των καταπιεσμένων ραγιάδων. Οι κλέφτες και οι αρματολοί, γίνονται ήρωες, πρότυπα. Τα ανδραγαθήματά τους τραγούδια και γλαφυρές αφηγήσεις με μυθικούς ήρωες. Οι γονείς εύχονται για τα παιδιά τους να έχουν αυτή την τύχη. Κλέφτες και αρματολοί υπήρχαν και στο παρελθόν, αλλά ως πρόβλημα. Τώρα ενσαρκώνουν αυτό που όλοι επιθυμούν, αλλά δεν μπορούν οι ίδιοι να πραγματοποιήσουν. Είναι ο αιώνας τους. Αλλά γιατί;

 Πολύ πριν από τους Οθωμανούς, το πρόβλημα της κλοπής στα Άγραφα ήταν έντονο. Γι’ αυτό, μετά από συνεννόηση μεταξύ τους οι προεστοί της περιοχής αποφάσισαν να αναθέσουν επί πληρωμή τη φύλαξή τους σε ένα ένοπλο σώμα. Με τη συνθήκη του Ταμασίου (1525) οι Οθωμανοί αναγνώρισαν αυτό το καθεστώς, από τη στιγμή που διαπίστωσαν ότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο αρματολίκι, ενώ ακολούθησαν άλλα 16 στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα, με εξαίρεση την Πελοπόννησο. Έως τον 17ο αι., κλέφτες και αρματολοί δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στους απλούς κατοίκους, Οι κλέφτες γι’ αυτό που ήταν, ενώ η ύπαρξη των αρματολών σήμαινε γι’ αυτούς επιπλέον οικονομική επιβάρυνση.

 Από τα τέλη του 17ου αι. άρχισε η ανατροπή. Η υψηλή φορολογία, που είδαμε και δεν αφορούσε φυσικά μόνο την περιοχή των Αγράφων, οδήγησε πολλές οικογένειες στην εγκατάλειψη των οικισμών τους, ενώ όσοι απέμειναν έπρεπε να πληρώνουν και τον φόρο των φυγάδων. Η ενδυνάμωση και η γιγάντωση της «κλεφτουριάς» ήταν φυσικό επακόλουθο. Δεξαμενή απελπισμένων υπήρχε, όπως και γενικευμένη οργή και αγανάκτηση. Καθώς, μάλιστα, «χτυπούσαν» φοροεισπράκτορες με αποτελεσματικό τρόπο ερχόταν και η ηθική δικαίωση. Έτσι, ο «κλέφτης» έγινε τραγούδι και ίνδαλμα. Όσο για τα Άγραφα, έγινε το ορμητήριό τους, το λημέρι τους. Στα τέλη του 18ου αι. άρχισε τη δράση του ο Κατσαντώνης, από τους πιο γνωστούς κλέφτες. Σύμφωνα με αφηγήσεις, ένα από τα πολλά λημέρια του ήταν και τα Σελιπιανά, όπου διέμενε η οικογένεια ενός από τα παλικάρια του.

 Στα τέλη του 17ου αι. άλλαξαν και οι αρματολοί τη στάση τους απέναντι στους Οθωμανούς. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Έπρεπε να συμβαδίσουν με τα συμφέροντα των ραγιάδων και των προκρίτων, από τους οποίους αντλούν τη δύναμή τους. Έτσι στον τουρκοβενετικό πόλεμο οι αρματολοί της Στερεάς Ελλάδας πήραν το μέρος των Βενετών, αρχικά εμποδίζοντας τους ένοπλους Αλβανούς και Οθωμανούς να πλιατσικολογούν στα χωριά των περιοχών τους. Στη συνέχεια, ενεπλάκησαν κανονικά στις πολεμικές συγκρούσεις στο πλευρό των Βενετών. Η στάση τους αυτή ήταν αιτία με τη λήξη του πολέμου να αντικατασταθούν από την Πύλη από άλλους, πιο πιστούς στην οθωμανική εξουσία. Στα Άγραφα διορίστηκε ο Γιάννης Μουκουβάλας. Οι προσδοκίες όμως των Οθωμανών διαψεύστηκαν. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα οι αρματολοί, παρά τις παλινωδίες, σταδιακά αυτονομούνται. Ενισχύουν τη δύναμη τους με μεταξύ τους συμμαχίες, οι οποίες σφραγίζονται με γάμους από διαφορετικά αρματολίκια, ενώ το κυριότερο στήριγμά τους παραμένουν οι πρόκριτοι κάθε τοπικής κοινωνίας. Όταν ανέλαβε ο Αλή πασάς υπεύθυνος των αρματολικίων προσπάθησε να τους διχάσει με κάθε μέσο, ώστε να μειώσει τη δύναμή τους. Το ότι κατάφεραν να κληροδοτούν τα αρματολίκια στα παιδιά τους και να τα τεμαχίζουν, όπως αυτοί νομίζουν, είναι μία απόδειξη της αυτονόμησής τους. Για παράδειγμα οι Μπουκουβαλαίοι διατήρησαν το αρματολίκι των Αγράφων για 120 χρόνια, μέχρι το 1822, οπότε πέρασε στον Γεώργιο Καραϊσκάκη.[52]

 Στην εκτενέστατη και άκρως δυσπρόσιτη περιοχή των Αγράφων, τον 18ο αι. υπάρχουν 600 ένοπλοι αρματολοί κι ένας απροσδιόριστος αριθμός ένοπλων κλεφτών που χρησιμοποιεί την περιοχή κυρίως ως καταφύγιο. Δεν υπάρχει οικισμός, καθ’ υπερβολή ούτε οικογένεια, που να μην έχει κάποιον δικό της στα ένοπλα αυτά σώματα, ενώ η διάκριση μεταξύ τους, όσο πλησιάζουμε στον 19ο αι., γίνεται δυσδιάκριτη. Κλέφτες γίνονται αρματολοί και το αντίστροφο, με κοινό στόχο.

 Εστιάζοντας στα Σελιπιανά αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. γίνεται και πάλι τόπος προσέλκυσης νέων κατοίκων. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί και το πρώτο μισό του 19ου αι. Όσο για το Πλίσιβο, αυτό θα εξαφανιστεί. Για πόσο χρόνο θα κατοικείται μετά το 1676, που αριθμούσε 13 οικογένειες, δεν είναι γνωστό. Η παράδοση αναφέρει ότι τουρκικός στρατός, με αξιωματικό κάποιον Ισπάνια, το έκαψε ψάχνοντας να βρει κρυμμένους κλέφτες. Από αυτή την καταστροφή διέφυγε μία γυναίκα με τις 2 κόρες της.

 19ος αιώνας

 Μία γρήγορη ματιά στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κατοχής στην περιοχή των Αγράφων ασφαλώς και θα αδικούσε τα μεγάλα γεγονότα της Επανάστασης. Αυτά όμως και γνωστά είναι και αναφέρονται σε πολλές πηγές. Έτσι θα αναφερθούμε στη μετά το 1830 περίοδο και με κέντρο εξέτασης τα Σελιπιανά.

 Η σύσταση του νεοελληνικού κράτους βρίσκει τα Άγραφα χωρισμένα. Οι οικισμοί που ανήκουν στη σημερινή Ευρυτανία είναι ελεύθεροι, ενώ της Θεσσαλίας πρέπει να περιμένουν μέχρι το 1881. Η ιδιαιτερότητα των Σελιπιανών είναι ότι βρίσκονται πάνω στη μεθόριο. Για την ακρίβεια, ο πρώτος οικισμός μετά την ελεύθερη Ευρυτανία είναι το Αργύρι, ακολουθούν τα Σελιπιανά, τα Γρυμπιανά, τα Βραγκιανά και ο Μάραθος. Μετά τον Μάραθο και τη γέφυρα του Κοράκου είναι το Λιάσκοβο (Πετρωτό). Εκεί οι Οθωμανοί τοποθέτησαν το πρώτο μεθοριακό φυλάκιο από την πλευρά των Τρικάλων. Έτσι, όλοι οι προαναφερόμενοι οικισμοί βρίσκονταν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Επίσημα και στα χαρτιά ανήκαν στο Οθωμανικό κράτος, στην πράξη πουθενά. Η ιδιαιτερότητα αυτή ασφαλώς και έδινε έναν αέρα ελευθερίας όχι όμως και χωρίς κόστος.

 Αρχικά, επανήλθε δριμύτερο το πρόβλημα της κλοπής και της ληστείας, αφού οι διωκόμενοι ληστές εντός του ελληνικού κράτους, για να αποφύγουν τη σύλληψη έμπαιναν ελεύθερα στα χωριά[53] και μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους περισσότερο, με την ανοχή των οθωμανικών Αρχών. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η διεκδίκηση εδαφών του χωριού,[54] όσων απείχαν αρκετά από την κατοικημένη περιοχή, από κατοίκους άλλων οικισμών. Τα προβλήματα αυτά, ελλείψει άλλης Αρχής, αντιμετωπίστηκαν με απαράμιλλη ομοψυχία από τους καλά οπλισμένους χωριανούς. Όμως αυτές οι δράσεις δεν αποτελούν λύσεις. Γι’ αυτό ο πόθος για απελευθέρωση δυνάμωνε. Το 1854 στα Βραγκιανά συγκεντρώθηκαν οι πρόκριτοι των σκλαβωμένων ακόμα χωριών και συμφώνησαν σε μία γενική εξέγερση. Όμως απέτυχε, όπως κι αυτή του 1866-1867. Το 1867, μάλιστα, έγινε μεγάλη μάχη στη Μονή της Σπηλιάς, την οποία κατέλαβαν τελικά οι Οθωμανοί. Ο φόρος αίματος συνεχίστηκε μέχρι το 1881 οπότε απελευθερώθηκε η Θεσσαλία με την Άρτα.

 Με την ένταξη των νέων περιοχών στο νεοελληνικό κράτος έγινε απογραφή. Τα Συλιπιανά με 263 κατοίκους (124 άρρενες και 139 θήλεις),[55] με άλλους 19 οικισμούς αποτέλεσαν τον Δήμο Αργιθέας με έδρα τα Κουμπουριανά και πρώτο δήμαρχο τον Δημήτρης Αλεξανδρή από το Λιάσκοβο. Πρώτα σε πληθυσμό ήταν τα Βραγκιανά, με 910 κατοίκους, και ακολουθούσαν το Πετρήλο με 579, η Μπουκοβίτσα με 521, το Αργύρι με 357, το Λιάσκοβο με 298 και τα Συλιπιανά με 263 κατοίκους.

 Αν και η απογραφή αυτή δεν είναι αξιόπιστη, λόγω των πολλών δυσκολιών και της έντονης καχυποψίας που υπήρχε, δείχνει ότι η μεγάλη μείωση που είδαμε στα τέλη του 17ου αι. ξεπερνιέται αλλά με αργούς ρυθμούς. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι στα Συλιπιανά δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση νέων οικογενειών. Οι νέοι κάτοικοι, το γνωρίζουμε και από προσωπικές αφηγήσεις, ήταν μεμονωμένοι και προέρχονταν από όλες τις γύρω περιοχές: την Ήπειρο, τον Βάλτο και το Ξηρόμερο, την πεδιάδα της Καρδίτσας και των Τρικάλων, την Ευρυτανία. Εργαζόμενοι στην αρχή, συνήθως ως κτηνοτρόφοι, παντρεύονταν και έκαναν οικογένεια στη συνέχεια.

 Ο Δήμος Αργιθέας, από τα πρώτα χρόνια, απέκτησε Ειρηνοδικείο στο Πετρήλο, το οποίο ανέλαβε την ευθύνη σύνταξης Μητρώου Αρρένων,[56] όσων γεννήθηκαν από το 1843 μέχρι και το 1882. Αν και η προσπάθεια αυτή συνάντησε πολλές δυσκολίες και έχει λάθη και παραλείψεις, δεν παύει να αποτελεί ιστορική πηγή. Στο Μητρώο αυτό καταγράφονται, για πρώτη φορά, οι κάτοικοι των οικισμών του Δήμου, ως Έλληνες πολίτες. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανάγνωση ιστορικής σημασίας κι αυτή. Με εξαίρεση τους γεννηθέντες το 1881 και 1882 οι υπόλοιποι είναι οι τελευταίοι κάτοικοι των χωριών με την ιδιότητα του οθωμανού πολίτη.

 Οι πρώτοι Έλληνες ή οι τελευταίοι Οθωμανοί των Σελιπιανών

1844 Κολομπορδάνης Βασ.

1864 Τσιάκαλος Νικόλος

1878 Καζάκος Λάμπρος

1845 Βασιλείου Γεώργιος

1866 Τσιούβας Ευάγγελος

1878 Μανώλης Βασίλειος

1845 Τσιάκαλος Οδυσσέας

1867 Μπριάννης Στέφανος

1878 Μπριάννης Δημήτριος

1846 Γιαννακάκης Ματθ.

1867 Τσιάκαλος Δημήτριος

1878 Τσιάκαλος Ανδρέας

1846 Καρανίκας Δημήτριος

1870 Μαραγκιανός Μάρκ.

1878 Τσιάκαλος Σπύρος

1847 Νάνος Απόστολος

1870 Τσιάκαλος Ματθαίος

1878 Τσιαμάγκας Κώνστας

1848 Γιαννακάκης Νικόλ.

1870 Τσιάκαλος Λάμπρος

1879 Κολομπορδάνης Νικ.

1848 Μπεργιάννης Κων.

1871 Φρύδας Κων/νος

1879 Νάνος Γεώργιος

1849 Καλαμίδας Δημήτριος

1872 Καλαμίδας Σωτήριος

1880 Καζάκος Σεραφείμ

1849 Τσιαμάγγας Ιωάννης

1872 Στεργίου Γεώργιος

1880 Καλαμίδας Γεώργιος

1849 Τσιάκαλος Αναστ.

1872 Τσιάκαλος Βασίλειος

1880 Μανέλας Αθανάσιος

1850 Καρανίκας Γεώργιος

1873 Καζάκος Κωνστας

1880 Φρύδας Ευάγγελος

1853 Ντρούβας Χρήστος

1873 Κολομπορδάνης Ευσ.

1881 Βασιλείου Χριστόδ.

1853 Τσιάκαλος Κώνστας

1873 Μαραγγιανός Σωτήρ

1881 Καζάκος Αριστείδης

1853 Τσιούβας Κων/νος

1873 Σταμούλης Γεώργιος

1881 Κολομπορδάνης Σπύρ

1854 Βασιλείου Ευάγγελος

1873 Τσιάκαλος Αριστοτ.

1881 Ντρούβας Νικόλαος

1854 Κολοκοτρώνης Χρ.

1874 Μπριάννης Δημ.

1881 Νάνος Νικόλαος

1855 Τσιάκαλος Δημήτριος

1874 Τσιάκαλος Σπυρίδων

1881 Τσιούβας Ηλίας

1856 Νάνος Φώτιος

1875 Καζάκος Κώνστας

1881 Τσιάκαλος Κώνστας

1857 Στεργίου Αλέξιος

1875 Καρανίκας Νίκος

1881 Τσιάκαλος Γεώργιος

1859 Μπεργιάννης Γεώργ.

1875 Σταμούλης Κων/νος

1881 Τσιούβας Δημήτριος

1859 Μόκας Λάμπρος

1875 Τσιάκαλος Κων/νος

1882 Βασιλείου Δημήτριος

1859 Τσιάκαλος Ιωάννης

1875 Φρύδας Δημήτριος

1882 Καζάκος Ευάγγελος

1860 Τσιάκαλος Γρηγ.

1875 Φρύδας Γεώργιος

1882 Καλαμίδας Λάμπρος

1862 Κλιάφας Νικόλαος

1876 Καλαμίδας Κώνστας

1882 Κολομπορδάνης Στ.

1862 Μπεργιάννης Αθν.

1876 Τσιάκαλος Βασ. Σ.

1882 Σταμούλης Ευάγγ.

1862 Παπαθανάσης Απ.

1876 Τσιάκαλος Βασ. Γ.

1882 Σταμούλης Νικόλ.

1862 Στεργίου Ανδρέας

1876 Τσιάκαλος Γεώργιος

1882 Τσιάκαλος Νικόλ.

1862 Τσιάκαλος Αθαν.

1877 Κολομπορδάνης Γ.

1882 Τσιούβας Φώτιος

1862 Τσιάκαλος Λάμπρος

1877 Στεργίου Κώνστας

1882 Τσιάκαλος Αθαν.

1862 Φρύδας Λεωνίδας

1877 Τσιάκαλος Γεώργιος

1863 Πριάννης Βασίλειος

1878 Ιωάννου Χρήστος

 Ο παραπάνω πίνακας περιλαμβάνει επώνυμα, πλην ελαχίστων, που κατοικούν και σήμερα στο Καταφύλλι, όπως λέγεται από το 1930. Κάνοντας μία σύγκριση με τις απογραφές της οθωμανικής περιόδου διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα κοινό. Η φύση εξάλλου των εμφανιζομένων ως επωνύμων στη χώρα μας δεν εγγυάται καμία σταθερότητα. Όμως μερικά ονόματα του 1455, όπως Μαλούσης, Μάντης, Βρατήλας, Πίρλης, Παπαθοδώρου έμειναν ως τοπωνύμια και ταυτόχρονα ως μάρτυρες και εγγυητές μιας ιστορικής πραγματικότητας: Το χωριό μας έχει αδιάλειπτη και αδιαμφισβήτητη παρουσία τους τελευταίους έξι αιώνες.

 

[1]. Ραδοβίσδι· οικισμός της Άρτας, άλλοτε Επισκοπή που ανήκε στη Μητρόπολη της Λάρισας, με έδρα τα Μικρά Βραγκιανά. Οι οικισμοί της ανήκαν στους σημερινούς νομούς της Καρδίτσας, Άρτας, Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, εκτεινόμενα από τις δύο όχθες του Αχελώου. Βλ. Αρχιμ. Πολύκαρπος Καλομπάτσος «Στοιχεία φυσικής και ιστορικής γεωγραφίας της περιοχής της Επισκοπής Ραδοβισδίου (Άρτης-Αχελώου)», Ιστορικογεωγραφικά, 6 (Γιάννενα-Θεσσαλονίκη 1998) 9-58.

[2]. Κεράσοβο, Τσιρνόκα, Τσίρτια, Κριτσίστα, Λεπιανά, Ραφτόπουλο, Ζελενίτσα, Χορίγκοβο, Αργύρι, Σελιπιανά, Πλίσιβο, Γρυμπιανά, Δέντρος (;), Νεχώρι, Βραγκιανά, Ραχωβίτσα, Μάραθος. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, Η νεότερη Ελλάδα μέσα από οθωμανικές αρχειακές πηγές, εκδ. Αντώνη Σταμούλη 2009, 33. (Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από εμάς).

[3]. Ζιαμέτι· περιοχή η οποία απέδιδε πρόσοδο στον ζαΐμη από 10.000 έως 99.999 άσπρα.

[4]. Γιώργος Σαλακίδης - Ιωάννης Θεοχαρίδης, Η Κεντρική Ελλάδα τον 15ο αιώνα. Το ανέκδοτο οθωμανικό κατάστιχο του 1485, Θεσσαλονίκη 2014, 173.

[5]. Πουλιάνα· υπήρχαν 2 ομώνυμοι οικισμοί δυτικά των Τρικάλων: Μικρή Πουλιάνα, σήμερα Μουριά, και Μεγάλη Πουλιάνα, σήμερα Πηγή.

[6]. Κουρτέσι· ο σημερινός Πρόδρομος της Καρδίτσας.

[7]. Σαμαρινός· από τη Σαμαρίνα.

[8]. Καραλίμα· απροσδιόριστος οικισμός,

[9]. Σεκλίστα· η σημερινή Ελάτη της Άρτας.

[10]. Κώστας Σπανός, «Ιστορικά στοιχεία για τον οικισμό Αργύρι της Αργιθέας (15ος-19ος αι.)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 66 (2014) 35, 37.

[11]. Τους μουσουλμανικούς και τους μικτούς οικισμούς του νομού της Καρδίτσας, βλ. Levent Kayapinar -Κώστας Σπανός, «Οι οικισμοί της Καρδίτσας στο οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο 101 (1521)», Θεσσαλικό Ημερολόγο, 70 (2016) 273-306.

[12]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 35.

[13]. Γιώργος Σαλακίδης - Ιωάννης Θεοχαρίδης, ό. π., σ. 173. [Η απόδοση στα ελληνικά και η ταύτιση έγινε από μας].

[14]. Η δεκάτη (öşr) επί των σιτηρών, που εισπραττόταν μετά τον αλωνισμό, ήταν από τους σημαντικότερους φόρους. Ο υπολογισμός της, σε άσπρα, γινόταν για να υπολογισθεί η αξία του τιμαρίου, επομένως και τα έσοδα του τιμαριούχου. Στα Σελιπιανά ο οικισμός Κελάρια είναι πιθανόν να πήρε από εκεί την ονομασία του, μιας και η περιοχή αποτελούσε τον βασικό σιτοβολώνα του χωριού και οπωσδήποτε υπήρχαν αποθήκες (κελάρια).

[15]. Το κοιλό των Τρικάλων, την εποχή αυτή, ζύγιζε 51,312 σημερινά κιλά. Βλ. Ν. Beldiceanou - P. Nasturel (μετ. Αλέκα Αγγελοπούλου), «Η Θεσσαλία στην περίοδο 1454/55-1506», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 19 (1991) 98.

[16]. Ο φόρος των αιγοπροβάτων (adet-i ağnam) ήταν 1 άσπρο για 3 ζώα. Επομένως στα Σελιπιανά υπήρχαν (480Χ3) 1.440 αιγοπρόβατα, λίγα για τον αριθμό των οικογενειών τους.

[17]. Η σπέντζα (ispence) ήταν φόρος επειδή οι χριστιανοί έτρωγαν χοιρινό κρέας. Οι οικογενειάρχες και οι ενήλικοι άγαμοι πλήρωναν 25 άσπρα, ενώ οι χήρες 6. Στην απογραφή του 1454/1455 οι ενήλικοι άγαμοι δεν πλήρωσαν τη σπέντζα.

[18]. Η μεταβίβαση ενός τιμαρίου γινόταν όταν ο κάτοχός του δεν ήταν συνεπής στην υποχρέωσή του να ακολουθήσει τον πασά της Θεσσαλίας στις εκστρατείες του.

[19]. Γιώργος Σαλακίδης - Ιωάννης Θεοχαρίδης, ό. π., σ. 173.

[20]. Σε σχέση με το 1455 υπάρχουν δύο μεγάλες διαφορές: ο πενταπλασιασμός της παραγωγής, από 56 κοιλά σε 274 (14.059 κιλά), και η αύξηση της τιμής από 8 σε 10 άσπρα το κοιλό.

[21]. Στο σαντζάκι των Τρικάλων ήταν 5 άσπρα ανά άτομο (83Χ5 = 415 άσπρα).

[22]. Τον φόρο του γάμου (30 άσπρα) τον πλήρωνε η οικογένεια της νύφης. Η χήρα στον δεύτερο γάμο πλήρωνε 15 άσπρα. Ο φόρος αυτός εισπραττόταν με τον φόρο των πιθανών εγκλημάτων.

[23]. Στην απογραφή του 1454/1455, οι ενήλικοι άγαμοι δεν είχαν πληρώσει τη σπέντζα. Τώρα, όπως το πιθανότερο και το 1485, πλήρωσαν όλοι οι ενήλικοι άρρενες 25 άσπρα ο καθένας και οι χήρες 6 άσπρα η καθεμία.

[24]. Ο τρόπος υπολογισμού της σπέντζας και του φόρου βοσκής παραμένει ίδιος. Αυτό που άλλαξε είναι ο φόρος στο σιτάρι. Η δεκάτη αντικαταστάθηκε με τον κατ’ αποκοπή χρηματικό φόρο και σε κάθε έγγαμο επιβλήθηκε να πληρώσει 20 άσπρα. Έτσι προέκυψε το ποσό των 1.380 άσπρων (69Χ20). Η πρακτική αυτή άρχισε να επικρατεί από τα μέσα του 16ου αι., σε πολλές περιοχές, ως πιο εύκολος και χωρίς αντιδράσεις τρόπος συλλογής της προσόδου. Η διατήρηση της δεκάτης σε άλλα προϊόντα μπορεί και να μην ισχύει ως διαδικασία, αλλά απλά δηλώνεται.

[25]. Ο υπολογισμός του φόρου στον μούστο (resm-i karis), γινόταν όταν έμπαινε στα βαρέλια και με δικαίωμα σπιθαμής, το οποίο ανερχόταν σε 2 άσπρα τη σπιθαμή.

[26]. Οι έκτακτοι φόροι ήταν πολλοί και είχαν γενική ή τοπική ισχύ. Σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων αυξάνονταν, προκαλώντας αντιδράσεις σε όλους τους κατοίκους, μουσουλμάνους και μη, μιας και αυτοί οι φόροι απευθύνονταν σε όλους.

[27]. Όταν ο νερόμυλος λειτουργούσε όλο τον χρόνο ο φόρος ήταν 30 άσπρα και για τον μισό χρόνο 15. Στις προηγούμενες αναλυτικές απογραφές δεν υπήρχε φορολογία μύλων. Αυτό δεν σημαίνει - χωρίς όμως και να αποκλείεται - ότι δεν υπήρχαν μύλοι. Ο ένας από τους δύο λειτουργούσε έως πριν από 30 περίπου χρόνια. Υπάρχει και το τοπωνύμιο Παλιόμυλος που δείχνει ότι και εκεί λειτουργούσε στο παρελθόν μύλος.

[28]. Πιλίσιβο ή Πλίσιβο. Πρόκειται για μία περιοχή που ανήκει, σήμερα, στο Καταφύλλι. Δεν κατοικείται αλλά υπάρχουν δείγματα ότι στο παρελθόν κατοικούνταν. Η ταυτοποίηση του οικισμού και η ιστορία του εξετάζεται στη συνέχεια σε ξεχωριστή ενότητα.

[29]. Τα 26 άσπρα για κάθε κοιλό (Τρικάλων) σιταριού, προφανώς δεν είναι μόνο φόροι. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και το ενοίκιο που πλήρωσαν για τα χωράφια.

[30]. Οι οικογένειες των χηρών γυναικών δεν πλήρωσαν την σπέντζα.

[31]. Κωνσταντίνος Ε. Καμπουρίδης, ό. π., σ. 84, 146, 188

[32]. Aşar-ı hariç an karye-i Argiri ve Pilişova kafirleri mezkur karye sınırında ziraat edip öşürlerini sahib-i arza verirler (Από δεκάτες για την καλλιέργεια χωραφιών στα σύνορα με το Αργύρι και Πλίσιβο οι παραπάνω άπιστοι (των Σελιπιανών) δίνουν στον τιμαριούχο: απογραφή 1570.

[33]. Στις 10 Μαΐου 1525 υπογράφηκε στο χωριό Ταμάσι (Ανάβρα) της Καρδίτσας μίια συνθήκη με την οποία: 1) Αναγνωρίζεται η αυτονομία των χωριών των Αγράφων. 2) Απογορεύεται να κατοικούν Τούρκοι, παρά μόνο στο Φανάρι. 3) Επιτρέπεται η επικοινωνία ορεινών, πεδινών. 4) Κάθε κοινότητα υποχρεώνεται να πληρώνει απευθείας στην Πύλη 50.000 γρόσια. Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, «Οι Κοινότητες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 10 (Αθήναι 1974) 152.

[34] Για την προέλευση της ονομασίας Άγραφα έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις: από τους Αγραίους, αρχαιοελληνικό φύλλο που κατοικούσε στην περιοχή∙ από την περίοδο της Εικονομαχίας όταν οι κάτοικοι αρνήθηκαν να καταστρέψουν τις εικόνες και ο αυτοκράτορας τους διέγραψε από τους καταλόγους κ.λπ.

[35]. Η πρώτη εξέγερση έγινε το 1600 στη Θεσσαλία και αφού πρώτα ήρθε σε συνεργασία με χριστιανούς των ορεινών περιοχών. Από τις λιγοστές πληροφορίες μία προσδιορίζει ως τόπο έναρξης της εξέγερσης την Μονή Τατάρνας, ο δε εξοπλισμός των εξεγερθέντων ήταν ρόπαλα και σπαθιά. Η εξέγερση κατεστάλη πολύ γρήγορα από τους Τούρκους. Ο Διονύσιος διέφυγε στη Δύση ζητώντας βοήθεια και επέστρεψε το 1611 υποκινώντας δεύτερη επανάσταση, αυτή τη φορά στα Γιάννενα. Η αποτυχία συνοδεύτηκε από άγρια αντίποινα στην περιοχή της Ηπείρου, ενώ τον Διονύσιο, τον έσφαξαν, τον έγδαραν και το δέρμα του γεμάτα άχυρα το έστειλαν στον σουλτάνο.

[36]. Ο πρώτος εποικισμός της Θεσσαλίας με Γιουρούκους έγινε την περίοδο 1386/1387-1393. Βλ. Κωνσταντίνος Ε. Καμπουρίδης, ό. π., σ. 193.

[37] Είναι γνωστό ότι την περίοδο 1348-1393 η Δυτική, κυρίως, Θεσσαλία τελούσε υπό σερβική κυριαρχία με τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο και έδρα του τα Τρίκαλα. .

[38]. Το άσπρο (akce) ήταν το κυριότερο νόμισμα των συναλλαγών τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής. Από τα τέλη του 16ου αι., λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, δέχεται ισχυρές υποτιμήσεις. Έτσι, 1 άσπρο από 3 καράτια αρχικά, το 1650 έπεσε στο 1. Η ανάμιξή του με χαλκό το έκανε τόσο «μικρό και λεπτό ώστε να χάνεται στα δάκτυλα». Βλ. Α. Νικολετόπουλος, Νομίσματα και χάρτες στον ελληνικό χώρο 1204-1900, Μουσείο Μπενάκη 1983.

[39]. Ο τουρκοβενετικός πόλεμος της Κρήτης διήρκεσε 25περίπου χρόνια. Τελικά οι Βενετοί δεν άντεξαν και η Κρήτη υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς το 1669.

[40]. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Βενετοί εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Οθωμανών, λόγω του πολέμου τους με την Αυστρία (1687) και κατέλαβαν την Πελοπόννησο. Αυτός είναι ο 6ος τουρκοβενετικός πόλεμος(1684-1690). Το 1715 όμως την ξαναπήραν οι Οθωμανοί.

[41]. Κωνσταντίνος Ε. Καμπουρίδης, ό. π., σ. 54-88

[42]. Ενδεικτικό παράδειγμα: Σε ένα κατάστιχο κεφαλικού φόρου για το βιλαέτι των Αγράφων, το 1666, αρχικά ο φόρος (cizye) ήταν 400 άσπρα για κάθε φορολογούμενη εστία. Μετά την αφαίρεση των αδύναμων ή φυγάδων και τον επιμερισμό προστέθηκαν άλλα 313 άσπρα και μαζί με άλλες επιβαρύνσεις το ποσό ανήλθε στα 826 άσπρα ανά εστία. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 381.

[43]. Οι έκτακτοι φόροι ήταν σε χρήμα ή σε είδος, όπως σιτάρι, κριθάρι, ξυλεία, μέλι, βούτυρο, πρόβατα ακόμα και άχυρο. Σε κατάστιχο του 1665 επιμερίστηκαν σε κάθε εστία των Αγράφων 2 κοιλά (Κων/πολης) κριθάρι, 5 οκάδες αλεύρι, ¼ πρόβατο, 100 δράμια βούτυρο, 40 δράμια μέλι, 0,5 καντάρι καυσόξυλα και 0,5 καντάρι άχυρο. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 417-418, έγγρ. 83.

[44]. Οι φόροι προορίζονταν εξ αρχής για την τροφοδοσία π.χ. των γενιτσάρων, του στρατού σε μία εκστρατεία κ.λπ. Επιπλέον, οι περιοχές απ’ όπου περνούσε ο στρατός παρείχαν καταλύματα. Για το ύψος των φόρων ενδεικτικό είναι το εξής παράδειγμα. Σε ένα κατάστιχο του 1667, για τον φόρο avariz, κάθε εστία τού Φαναρίου και των Αγράφων επιβαρύνθηκε με 675 άσπρα. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 406 έγγρ. 59.

[45].Λοιμώδεις ασθένειες των ζώων παρατηρούνται συχνά και στην εποχή μας. Τότε όμως όχι μόνο δεν υπήρχαν φάρμακα, αλλά πλήρωναν φόρους επί των ζώων που επέζησαν. Μια τέτοια χρονιά ήταν το 1663, ενώ μετά την καταμέτρηση κλήθηκε η κάθε εστία να πληρώσει 85 άσπρα για τα πρόβατα. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 360.

[46]. Ενδεικτικό παράδειγμα: σε διαταγή της 3.7.1667 προς τους καδήδες θεσσαλικών πόλεων, αφού αναφέρει ότι ραγιάδες 42 οικισμών εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούν να εγκατασταθούν κοντά σε κάποιους ισχυρούς, καθιστά υπεύθυνους του καδήδες για την επανεγκατάστασή τους στους οικισμούς τους. Βλ. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 404-405, έγγρ. 57.

[47]. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 354-355, έγγρ. 204, 205.

[48]. Ίδια εικόνα με αυτή του Ραφτόπουλου, δηλαδή να παρουσιάζουν ίσο ή μεγαλύτερο αριθμό οικογενειών μεταξύ 1662 και 1676, έχουν 18 στο σύνολο 73 οικισμών που ανήκουν στο βιλαέτι των Αγράφων. Βλ. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 84-86.

[49]. Κωνσταντίνος Καμπουρίδης, ό. π., σ. 284-287, έγγρ. 59. Στην αρχή αναφέρεται στην εποχή της επιζωοτίας (1662), στη συνέχεια γίνεται καταγραφή των προβάτων ανά οικισμό, και καταλήγει: «το κατάστιχο Φαναρίου, μαζί με το κατάστιχο Αγράφων, με σύμφωνη γνώμη των προυχόντων του βιλαετίου και των ειδικών, αφού από τόπο σε τόπο αφαιρέθηκαν τα gurihte και tahfif πρόβατα, συνολικά υπολογίστηκαν με ακρίβεια από 84 άσπρα για κάθε αναπομείναν υγιές πρόβατο και αυτό καταγράφτηκε την 28 Μαρτίου 1663». Στα Σελιπιανά καταγράφτηκαν 65/55 πρόβατα - εκ των οποίων τα 55 αφαιρέθηκαν από τη φορολόγηση ως gurihte και tahfif, στο Πλίσιβο 28/28, στα Γρυμπιανά 45/45 και στο Αργύρι 23/10.

[50]. Ιωάννης Χασιώτης, «Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», ΙΕΕ, 11 (Αθήναι 1975) 20.

[51]. Η ενοικίαση των φόρων σε ιδιώτες έφερε μεν έσοδα στο κράτος σε βάρος όμως των φορολογουμένων, που εκτός της υψηλότερης φορολόγησης είχαν να αντιμετωπίσουν και τις αυθαιρεσίες των ιδιωτών.

52. Σοφία Λαΐου, «Τα Τρίκαλα στα τέλη του 17ου αιώνα με βάση δύο κατάστιχα κεφαλικού φόρου», Μνήμων, 28 (Αθήνα 2007) 11.

[52]. Στόχος μας δεν είναι η ιστορική παρουσίαση των κλεφτών και αρματολών, αλλά οι συνθήκες μιας συγκεκριμένης περιοχής που τους μετέτρεψαν σε εκφραστές της ανύπαρκτης μέχρι τότε εθνικής συνείδησης. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη για τον αρματολισμό είναι του Πέτρου Πιζάνια, στην Νέα Εστία (τεύχος του Μαρτίου 2013).

[53]. Χαρακτηριστικά ο νομάρχης του Μεσολογγίου Π. Βακάλογλου, σε αναφορά προς το Υπουργείο Εσωτερικών το 1871, πληροφορεί ότι στην Αιτωλία δρούσαν 150 ληστές και ότι, μετά τις συλλήψεις, έμεναν 32, από τους οποίους 15 είχαν καταφύγει στην Τουρκία. 500 φυγόδικες, ανά πάσα στιγμή, μπορούσαν να καταφύγουν στη ληστεία.

Στα Σελιπιανά, την περίοδο αυτή, από συμπλοκές των κατοίκων με ληστές υπήρξαν δύο νεκροί κάτοικοι, ενώ συνέβαλαν στην απελευθέρωση απαχθέντων και στον θάνατο του ληστή απαγωγέα τους.

[54]. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις η σημαντικότερη προσπάθεια κατάληψης του Αρδάνοβου, περιοχής δίπλα στο Αχελώου και στα σύνορα με Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και Άρτα, με αρκετά χωράφια έγινε από κατοίκους της Σκουληκαριάς, χωριού της Άρτας.

[55]. Υπουργείο Εσωτερικών, Πίνακες των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας, κατά την απογραφήν του 1881, εν Αθήναις 1884, 38, αρ. 733/17.

[56]. Katafylli.gr/το πρώτο μητρώο αρρένων της Αργιθέας (1843-1882)

  Για παρατηρήσεις και απορίες μπορείτε να απευθύνεστε στη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας: info@katafylli.gr

  

 Η εργασία του Γιώργου Κ. Σταμούλη δημοσιεύτηκε και στο "ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ", τόμος 80ος.

 Επιλέξτε την εικόνα που ακολουθεί να διαβάσετε τη δημοσίευση στο «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ».

Εισαγωγικό για Σπανό

Επιλέξτε την εικόνα που ακολουθεί να διαβάσετε (δείτε) τα στοιχεία των απογραφών, όπως καταγράφηκαν από τους Οθωμανούς στην Αραβική γραφή.

Οθωμανικά κείμενα

 

Gia koinonika diktia
Θα μας βρείτε και στα κοινωνικά δίκτυα:
 
01 Masthead
 
02 Twitter 2
 
03 F B
 
04 Youtube   05 flickr  

Ο καιρός στο Καταφύλλι
Εφημερίδα
Σελίδες μελών
Τυχαία εικόνα
T3_07.jpg
Πρωτοσέλιδα
Δήμος Αργιθέας
Τελευταία άρθρα