12 - 02 - 2025
Είσοδος μελών

Ela na paiksoume

Γιάννη

Βλαχογιάννη

03 Gefyra

Από

το βιβλίο

ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που το περήφανο τραγούδι βγήκε στον αγέρα, δειλό πρώτα σαν τ’ άπλερο πουλί, κι έκαμε φτερά και πέταξε ύστερα.

 Όμως αυτό δεν ήτανε τραγούδι, ήταν αντρίκιο μοιρολόγι, πιο πικρό από κάθε άλλο μοιρολόγι· κι έσφιγγε την καρδιά, και το δάκρυ αίμα το ’κανε να τρέχει. Ωιμέ! Κι εκείνη η ολοΰστερη κραυγή του πόνου, που ακολουθεί του στίχου το βαθύ καημό, πώς έσφαζε. Ωιμέ!

 Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που βγήκε το πρωτόπλαστο τραγούδι απ’ το καλύβι στο χωριό, και πέταξε κι απλώθηκε τριγύρω και μακριά, μακριά! Πόνος τρανός, θανάτου απελπισιά, φοβέρα μαύρη πλάκωσε το χωριό από την αυγή χαράζοντας, που έφτασε το φριχτό χαμπέρι με τον αγωγιάτη από τα Γιάννινα κι έλεγε του Καπετάνου το χαμό. Ά, τάχα να μην ήταν αληθινό τέτοιο άκουσμα… Μα ο πεζοδρόμος που ροβόλησε ύστερα κρυφοσταλμένος, κι ο ταξιδιώτης ο περαστικός το λόγο το φαρμακωμένο στέριωσαν, κι έδιωξαν καθ’ ελπίδα.

 Νύχτα· σκοτάδι στο καλύβι. Γύρω στη μισόσβηστη γωνιά, του Καπετάνου οι ορφανοί συντρόφοι, νιοι, γερόντοι, κάθονται σταυροπόδι αμίλητοι. Πόσα δεν είπαν ολημέρα… Και τώρα καθένας έχει με τον πόνο του κρυφή μιλιά κι αμάχη. Τα περασμένα τα όμορφα, τα πανηγύρια των πολέμων, τραβούν το λογισμό τους, μόνο για μια στιγμή· μα αυτός γυρίζει πάντα στο θάνατο του Καπετάνου, κι όλο τα ίδια, μονότονα, σπαραχτικά τους μολογάει. Με προδοσιά, μονάχο τόνε βρήκαν και τον έπιασαν, τον άμοιρο. Χώρια από των παλικαριών του κάθε συντροφιά. Κι έτσι δεμένον, καβάλα τόνε πήγανε στα Γιάννινα. Μερόνυχτο περπάτησαν, χωρίς και να τον κατεβάσουν από τ’ άλογο, για μια στιγμή. Ωιμέ! Ο Κλέφτης, ναι, με προδοσιά πάντα τού είναι γραμμένο να χαθεί· μα τέτοια μοίρα ποιος νους να τη χωρέσει; Ωιμέ!

 Άξαφνα, μεσ’ το σκοτάδι, και στη σιωπή τη σκοτεινή, ένας από τους συντρόφους σείστηκε, βόγκησε βαθιά· έσκυψε κατά τη φωτιά, να κρύψει θέλησε την ταραχή του· μα ένα πνιγμένο κλάμα βγήκε από τα στήθια του. Όλοι ανατρίχιασαν. Ο ίδιος ο Καπετάνος έκλαιγε με το κλάμα του συντρόφου.

 ─ «Τούρκοι, βαστάτε τ’ άλογο… λίγο να ξαποστάσω…» έλεγε η φωνή.

 Κι άλλη ύστερα ακολούθησε.

 ─ «Να χαιρετήσω τα βουνά… Ωιμέ!»

 Έτσι, σιγά - σιγά, του Καπετάνου το τραγούδι το περήφανο, με το σπαραχτικό του τσάκισμα σα σπάσιμο καρδιάς, γεννιότανε, για να μην πεθάνει πια.

 

Gia koinonika diktia
Θα μας βρείτε και στα κοινωνικά δίκτυα:
 
01 Masthead
 
02 Twitter 2
 
03 F B
 
04 Youtube   05 flickr  

Ο καιρός στο Καταφύλλι
Τελευταία άρθρα