Από τα «ΞΕ-ΝΥΣΤΑΓΜΑΤΑ» του Γιώργου Σταμούλη
Το πόσο μπλεγμένοι είμαστε με όλους αυτούς τους αριθμούς και κωδικούς που συνοδεύουν τη ζωή μας το γνωρίζουμε όλοι. Το κακό είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πολλαπλασιάζονται και οι αριθμοί. Έτσι, όπως πάμε, μπορεί να δούμε σε λίγο και τους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά με αριθμούς. Το πλησιάζουμε πάντως, αφού και τώρα ακόμα για να ευχηθείς σε κάποιον που γιορτάζει, αν δεν έχεις δυο-τρεις αριθμούς τηλεφώνου, χρόνια πολλά δεν λες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια αρκούσε το όνομα, το επώνυμο, άντε και το όνομα του πατέρα. Ειδικά στα χωριά ξεχώριζες μόνο από το μικρό όνομα και αν υπήρχε και άλλος με το ίδιο, πρόσθεταν και το όνομα του πατέρα ή της μάνας. Έλεγες ο ΓιώργοΛίας ή ο ΜάρκοΜαρίας και τελείωνες. Δεν υπήρχε άλλος.
Στα χωριά της Αργιθέας και ιδιαίτερα στο Καταφύλλι σε σπάνιες περιπτώσεις γινόταν αυτός ο προσδιορισμός. Αρκούσε μόνο το μικρό όνομα. Ο Κωνσταντίνος, για παράδειγμα ήταν ένας και διαφοροποιούνταν από τον Κωνσταντή, τον Ντίνο, τον Κώστα, τον Κωστή, τον Κωστάκη, τον Κωσταρά ή τον Κώτσια. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις - κατ’ οικονομίαν που λένε και στην εκκλησιαστική γλώσσα - πρόσθεταν το πατρώνυμο. Το αν με τα χρόνια ο Κωστάκης γινόταν διπλάσιος στο μπόι από τον Κωσταρά, μόνο ως διάψευση προσδοκίας πρέπει να θεωρηθεί, που σίγουρα δεν αφορούσε τα τοπικά δημοτολόγια. Και ενώ αυτός ήταν ο κανόνας, ο Κωστής και ο Μήτσιος, συνομήλικοι και γεννημένοι στις αρχές της δεκαετίας του ΄΄30, από τότε που έγιναν κουμπάροι προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα καταργώντας και τα ονόματα. Κουμπάρε και τέρμα. Αυτό τελικά πέρασε και σε όλο το χωριό. Έτσι αν κάποιος ήθελε να αναφερθεί στον Κωστή, έλεγε ο κουμπάρος του Μήτσιου και το ανάποδο. Και ενώ φαινόταν ότι αιτία αυτού του δεσίματος ήταν η κουμπαριά, στην πραγματικότητα η κουμπαριά ήταν το αποτέλεσμα του δεσίματος, που άρχισε από τα παιδικά χρόνια, δοκιμάστηκε στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου και ολοκληρώθηκε με την πλήρη ενηλικίωσή τους.
Όμως στις ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ανατροπές, πολλές φορές απότομες και ανεξήγητες. Αυτό συνέβη και με τους αχώριστους κουμπάρους τον Αύγουστο του 1965. Το πρωί έφυγαν, όπως πολλές φορές ως τότε, μαζί για ψάρεμα στο ποτάμι και επέστρεψαν χωριστά και με ρητή εντολή στις γυναίκες και στα παιδιά τους να κόψουν κάθε επαφή με τους άλλους. Στις επίμονες ερωτήσεις, των γυναικών κυρίως, να τους δοθεί μια εξήγηση, η απάντηση ήταν εξίσου επίμονη και αρνητική, σαν το «ουδέν σχόλιον» των πολιτικών. Απειλούσαν μάλιστα πως αν κάποιο μέλος της οικογένειας σπάσει την εντολή αυτή, θα είχε κακά ξεμπερδέματα. Και επειδή ακόμα τότε οι εντολές των πατεράδων τηρούνταν χωρίς αντιρρήσεις, έτσι έγινε και με τις οικογένειες των κουμπάρων, αν και το κλίμα ήταν τόσο βαρύ, που νόμιζε κανείς πως είχε πεθάνει άνθρωπος. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Γιατί ο φόβος μήπως γίνει κανένα φονικό μεταξύ των κουμπάρων άρχισε να μπαίνει στο μυαλό πολλών, συγγενών και χωριανών, που με τις μέρες έμαθαν για τον τσακωμό τους, όχι όμως και την αιτία του. Αυτή έμενε επτασφράγιστο μυστικό.
Ο τσακωμός όμως αυτός είχε και πολλές πρακτικές επιπτώσεις στην ζωή των δυο οικογενειών. Μπήκε ο Σεπτέμβριος κι έπρεπε να μαζέψουν τα καλαμπόκια και στη συνέχεια να τα ξεφλουδίσουν. Ως τότε οι δουλειές αυτές γίνονταν από κοινού. Πήγαιναν όλοι μαζί πρώτα στα χωράφια του ενός, κατόπιν στου άλλου, μάζευαν τα καλαμπόκια, τα μετέφεραν στα σπίτια και μετά άρχιζε η μεγάλη χαρά - ιδιαίτερα των παιδιών - του ξεφλουδίσματος. Άδειαζαν το ένα από τα δυο δωμάτια του σπιτιού τους από πράγματα - μόνο το αμπάρι έμενε - και στοίβαζαν στην μια πλευρά τα καλαμπόκια. Μόλις νύχτωνε με το φως της λάμπας πετρελαίου άρχιζε η δουλειά και η διασκέδαση μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα μικρότερα παιδιά ανέβαιναν στο σωρό, ενώ οι μεγαλύτεροι κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα ή σε μικρά ξύλινα καρεκλάκια. Η δουλειά ήταν να καθαρίζουν τα καλαμπόκια από τα φύλλα τους και, όπως ήταν καθαρά, να τα πετούν στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Η διασκέδαση, να αφηγούνται ιστορίες και αστεία οι μεγάλοι, οι πιο καλλίφωνοι να τραγουδούν, τα παιδιά να χαίρονται την παρέα και το ξενύχτι και όλοι μαζί να περνούν ευχάριστες και αξέχαστες στιγμές. Τη χρονιά όμως αυτή όλα έγιναν μοναχικά, μουγκά και με πολύ ένταση. Τα παιδιά ήθελαν μια ώρα αρχύτερα να πάνε να κοιμηθούν, ενώ ο σωρός με τα καλαμπόκια δεν κατέβαινε με τίποτε. Θλίψη και απογοήτευση για όλους, πλην των πρωταγωνιστών, που πάσχιζαν να μετατρέψουν τα συναισθήματα αυτά σε μίσος εναντίον των άλλων.
Κανένας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πως ξεφύτρωσε τόσο μίσος και πολύ περισσότερο κανείς δεν μπορούσε να βρει τρόπο για να το σβήσει. Ο Κωστής με τον Μήτσιο ήταν πιο αγαπημένοι και από τον Φίλιππο με τον Ναθαναήλ. Έτσι, εξάλλου, τους αποκαλούσε ο τελευταίος δάσκαλος του χωριού, ο οποίος μάλιστα έκανε και μια μεγάλη προσπάθεια να τους συμβιβάσει, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Προσπάθειες, βέβαια, έκαναν και άλλοι, συγγενείς, γείτονες, φίλοι. Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς μάλλον ήθελαν να λύσουν τη δική τους περιέργεια παρά να βρουν λύση στο πρόβλημα. Έτσι η λύση αφέθηκε στα χέρια του χρόνου, που ισχυρίζεται ότι τα γιατρεύει όλα.
Με τον χρόνο όμως οι δυο τους δεν είχαν και τόσο καλές σχέσεις, ιδιαίτερα ο Κωστής. Για παράδειγμα στο τέλος του Εμφυλίου και ενώ αυτοί πλησίαζαν τα είκοσι, είχαν εγκατασταθεί στο χωριό οι αντάρτες. Οι περισσότεροι χωριανοί μαζί με τις οικογένειές τους είχαν φύγει, άλλοι για το Μουζάκι και άλλοι για την Άρτα. Στο χωριό έμειναν ελάχιστοι γέροι και γριές και ανάμεσα σ’αυτούς ο Κωστής με τον Μήτσιο, όχι γιατί αψηφούσαν τον κίνδυνο, ούτε γιατί είχαν ιδεολογική συγγένεια με τους αντάρτες, αλλά γιατί είχαν πάει για κυνήγι και μέχρι να επιστρέψουν, τους πρόλαβαν οι αντάρτες. Έτσι άρχισαν να κρύβονται περιφερόμενοι στο βουνό, από την Μερμιτζάλα μέχρι τον Κλόκοβο τον αργυράτικο, φοβούμενοι μήπως τους πιάσουν, τους στρατολογήσουν και τους πάρουν μαζί τους. Πέντε μερόνυχτα κρύβονταν θεονήστικοι. Έβλεπαν τους αντάρτες να έχουν εγκατασταθεί στον περίβολο της εκκλησίας και να πηγαινοέρχονται στα σπίτια και τους έκοβε κρύος ιδρώτας. Την πέμπτη μέρα είδαν να έρχονται αεροπλάνα και να βομβαρδίζουν τα χωριά της Άρτας, ενώ οι αντάρτες που ήταν στο χωριό βρίσκονταν σε μεγάλη κινητικότητα. Με το που πήρε να νυχτώνει και κατάλαβαν ότι ο καιρός πήγαινε να χαλάσει, βρήκαν μια σπηλιά, που ίσα ίσα χώραγαν οι δυο τους, χώθηκαν από κάτω και περίμεναν να ξημερώσει. Σε λίγη ώρα όμως άρχισαν οι αστραπές και μια δυνατή βροχή, που ως τότε δεν είχαν ξαναδεί. Όσο πέρναγε η ώρα, η βροχή δυνάμωνε και οι αστραπές ένοιωθαν να πέφτουν εκεί κοντά τους. Ο φόβος και το κρύο τους έκαναν να τρέμουν ολόκληροι, ενώ τα δόντια τους ανεβοκατέβαιναν με τόση ταχύτητα που δεν τους άφηνε ούτε να μιλήσουν. Κάποια στιγμή με πολύ ζόρι λέει ο Κωστής στον Μήτσιο.
- Πάει, θα πιθάνουμι απόψι!
- Μη σκιάζεσαι, ρε, σε λίγου ξημιρώνει, του απαντά ο Μήτσιος, προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο.
- Α! αυτό μαναχά π’δε θα γίνει απόψε, λέει με σιγουριά ο Κωστής.
Παρά τη βεβαιότητα του Κωστή ότι δε θα ξημερώσει, τελικά ξημέρωσε, σταμάτησε και η βροχή, και πηγαίνοντας προς το σημείο από όπου έβλεπαν καλά τι γινόταν στο χωριό, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν αντάρτες. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Από το φόβο τους όμως περίμεναν λίγη ώρα ακόμα και όταν είδαν τη θεια Λάμπραινα να βγαίνει απ’το καλύβι της και σε λίγο να επιστρέφει τραβώντας τη μανάρα γίδα της, έτρεξαν αμέσως στο χωριό. Εκεί έμαθαν ότι οι αντάρτες με το σούρουπο τα μάζεψαν κι έφυγαν πηγαίνοντας προς τα Βραγκιανά. Όσο για τον Κωστή και τον Μήτσιο ας είναι καλά η Λάμπραινα που τους έδωσε λίγο γάλα και αλευρωμένα λάχανα, γιατί μπορεί να γλύτωσαν από τους αντάρτες, παρά λίγο όμως να πέθαιναν από την πείνα.
Τέτοιες κοινές περιπέτειες σκέφτονταν τώρα που τσακώθηκαν οι κουμπάροι και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τους βρήκε και έφθασαν σ’ αυτό το σημείο. Το πρόβλημα όμως έγινε μεγαλύτερο, γιατί το γεγονός το γνώριζαν πια όλοι στο χωριό, την αιτία όμως κανένας, ούτε οι γυναίκες τους. Αυτή δεν μπορούσαν να την αποκαλύψουν. Καθένας, βέβαια, στη θέση τους το ίδιο θα ‘κανε. Μπορείς να ομολογήσεις ότι τσακώθηκες τόσο πολύ για μια … πορδή; Αυτό δε λέγεται! Θα γίνεις περίγελος όλων!
Και όμως αυτή ήταν η αιτία.
Όταν έφτασαν στον Αχελώο, σε έναν «πούντο» ανάμεσα στην Μπράβα και τη Λογκά, ετοίμασαν τις πετονιές τους, δόλωσαν τα αγκίστρια - αυτή τη φορά δεν πήραν δυναμίτες, μιας και πριν λίγο καιρό κάποιος κοντοχωριανός έχασε τα δάχτυλά του - και άρχισαν να ψαρεύουν. Τα ψάρια δεν τσίμπαγαν, η ώρα περνούσε κι αυτό τους εκνεύριζε κάπως, χωρίς όμως και να το δείχνουν. Κάποια στιγμή ο Κωστής συνέλαβε μια μυρουδιά και απευθυνόμενος στον Μήτσιο, τον ρωτάει.
- Κλάν’ς, κουμπάρε;
- Όχι, κουμπάρε, απαντά αδιάφορα ο Μήτσιος.
Δεν περνούν δυο λεπτά και πάλι κάτι «έπιασε» ο Κωστής και ξαναρωτά.
- Μήπως κλάν’ς κουμπάρε;
- Όχι, κουμπάρε, πως σού’ρθε αυτό;
Το κακό όμως τρίτωσε, αφού η μυρουδιά ήταν πολύ πιο έντονη και με σαφή προέλευση. Οπότε ο Κωστής γυρίζει με αυστηρό ύφος στον Μήτσιο και του λέει.
- Α, κουμπάρε, ισύ κλάν’ς κι μ’λες ψέματα!
- Ε, καλά κι συ, για μια πουρδή καν’ς έτσι;
Τι ήθελε να το πει αυτό. Ο Κωστής φώναζε ότι δεν ήταν η πορδή αλλά το ψέμα. Έτσι ξεκίνησε ο καυγάς! Με λόγια στην αρχή, μετά παλέψανε, κυλίστηκαν και στο χώμα και αφού σηκώθηκαν, ορκίστηκαν να μην ξαναμιλήσει ο ένας στον άλλον.
Τώρα όμως ο καιρός πέρναγε και το αδιέξοδο μεγάλωνε. Οι γυναίκες μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί και ενώ βρίσκονταν υπό καθεστώς απαγόρευσης όσον αφορά στη μεταξύ τους επικοινωνία, πήγαν να τρελαθούν. Η καθεμιά σκέφτονταν και διαφορετικές εκδοχές, που φρόντιζαν και οι άλλες γυναίκες του χωριού να τις πολλαπλασιάζουν και να τις κάνουν πιο τραγικές. Οι κουμπάροι τα μάθαιναν όλα αυτά, αλλά αφού δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν την αλήθεια, δεν επιβεβαίωναν ούτε διέψευδαν καμία. Πέρασαν μαύρα Χριστούγεννα, ήρθε ο καινούριος χρόνος και πλησίαζε το Πάσχα. Με το που μπήκε η Σαρακοστή στις συζητήσεις οι χωριανοί έπαψαν να ασχολούνται με τον καυγά και την αιτία που τον προκάλεσε, αλλά προσπαθούσαν να προβλέψουν τι θα συμβεί τη Δευτέρα του Πάσχα.
Αυτή η μέρα για τα χωριά της Αργιθέας και ιδιαίτερα το Καταφύλλι είχε μια ιδιαιτερότητα. Μετά τη λειτουργία θεωρητικά γινόταν γλέντι με κομπανία του χωριού, φαγητό και χορό. Στην πράξη όμως, σαν έθιμο από χρόνια, γινόταν γερός καυγάς. Όποιος ήθελε να τσακωθεί δημοσίως όφειλε να το κάνει εκείνη την ημέρα. Φαίνεται ότι το εκλάμβαναν ως ευλογία. Γι’ αυτό οι άντρες καλού κακού πήγαιναν στην εκκλησία και μετά στο γλέντι έξω απ’ αυτή πλήρως εξοπλισμένοι. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι κρατούσαν μόνο γκλίτσες, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καυγάδες με χαμηλές προσδοκίες. Οι πιο ανήσυχοι όμως ήταν πιο προνοητικοί και επομένως προετοιμασμένοι κατάλληλα. Ένα καλό μαχαίρι με γερή και μεγάλη λάμα ή ένα πιστόλι που τους είχε μείνει από τον πόλεμο ήταν καλός εξοπλισμός για να ανταπεξέλθουν και στις πιο δύσκολες περιστάσεις. Με το που έμπαινε, λοιπόν, η Σαρακοστή άρχιζαν και οι κρυφές συζητήσεις για το ποιοι θα ήταν οι πρωταγωνιστές του παραδοσιακού αυτού εθίμου. Και από ό,τι έδειχναν τα πράγματα η χρονιά αυτή ανήκε στους κουμπάρους.
Από την άλλη υπήρχε και ένας προβληματισμός, μιας και οι κουμπάροι δεν ήταν άνθρωποι του καυγά, ούτε όπλα είχαν. Είχαν, βέβαια, όπως όλοι, μια καραμπίνα για κυνήγι και ένα στρατιωτικό γκρα, αλλά αυτά δεν ήταν όπλα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη περίσταση. Το βέβαιο ήταν ότι ένα τέτοιο μίσος, που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ τους, δεν μπορούσε να σβήσει με γκλίτσες. Και επειδή, όπως όλοι έχουμε μάθει, στην ανάγκη κρίνεται ο άνθρωπος, φρόντισαν κάποιοι συγχωριανοί να λύσουν και αυτό το πρόβλημα. Άλλος προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Μήτσιο, άλλος τον Κωστή με το να τους δώσουν κουμπούρια και σφαίρες. Μπαίνοντας μάλιστα στη Μεγάλη Εβδομάδα οι κουμπάροι απέκτησαν και στρατιώτες, αποφασισμένους να βοηθήσουν τη μεγάλη αυτή μέρα τον αρχηγό τους, σε περίπτωση που ο αντίπαλος μεταχειριζόταν ύπουλα μέσα, που θα τον έφερναν σε θέση υπεροχής κατά τη διάρκεια της μάχης. Στα καλά καθούμενα και χωρίς να το καταλάβουν ο Μήτσιος με τον Κωστή έγιναν αρχηγοί αντίπαλων στρατιωτικών ομάδων, ενώ οι ίδιοι έπρεπε σε λίγες μέρες να αποδείξουν τη γενναιότητά τους και προπαντός να μην προδώσουν την εμπιστοσύνη των αναπάντεχων συντρόφων τους.
Όλα αυτά αν και γίνονταν τηρώντας αυστηρά τους κανόνες συνωμοσίας, η κάθε ομάδα συγκέντρωσε πέντε άτομα, που εκτός από τους δυο αρχηγούς κανένας δεν γνώριζε την αιτία της επικείμενης μάχης, που δεν ήταν άλλη παρά μια πορδή ή μάλλον τρεις. Για έναν αέρα, δηλαδή, όχι κοπανιστό αλλά «ευωδιαστό»! Αν βέβαια δεχτούμε την εκδοχή του Ευριπίδη για τον Τρωικό πόλεμο, και αυτός για έναν αέρα έγινε. Όπως αναφέρει, η πραγματική Ελένη ζούσε αιχμάλωτη στην Αίγυπτο, όπου τη βρήκε επιστρέφοντας από τον πόλεμο ο Μενέλαος, ενώ στην Τροία ήταν το φάντασμά της. Για δέκα δηλαδή χρόνια, στα οποία σκοτώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι και καταστράφηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός, πολεμούσαν για ένα φάντασμα, για έναν αέρα. Η διαφορά μεταξύ τρωικού πολέμου και του επικείμενου, της πορδής, είναι ότι στην Τροία, όσοι πολέμησαν, δεν γνώριζαν την αλήθεια, ενώ εδώ οι κουμπάροι την γνώριζαν. Το γεγονός ότι δεν την γνώριζαν όσοι στοιχήθηκαν αυτοβούλως πίσω από αυτούς, δεν έχει και τόση σημασία. Σάμπως στον εμφύλιο πόλεμο όσοι εντάχθηκαν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο γνώριζαν όλοι για ποιο λόγο εντάχθηκαν;
Στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας η εκκλησία ήταν γεμάτη, ιδιαίτερα μετά τη Μεγάλη Τετάρτη. Οι μόνοι που απουσίαζαν ήταν ο Μήτσιος και ο Κωστής, όχι γιατί ήταν απασχολημένοι με τα σχέδια της μάχης, αλλά γιατί ντρέπονταν ο ένας τον άλλον. Η απουσία τους αυτή, όπως ήταν επόμενο, δεν έμεινε ασχολίαστη. Οι λίγοι, που γνώριζαν, άφηναν τους πολλούς να κάνουν διάφορες εκτιμήσεις συμφωνώντας τις περισσότερες φορές μαζί τους και τονίζοντας ιδιαίτερα εκείνες τις απόψεις που έλεγαν ότι είναι και οι δυο ήσυχοι άνθρωποι και δεν έρχονται στην εκκλησία για να μη δημιουργηθεί καμιά φασαρία και χαλάσει το κατανυκτικό κλίμα της βδομάδας των παθών. Παρεκκλίνοντας για λίγο αξίζει να τονιστεί ότι η καθολική συμμετοχή μικρών και μεγάλων στις ακολουθίες είχε και τις λεκτικές επιδράσεις της. Πολλές εξάλλου λέξεις και φράσεις από τα Ευαγγέλια ή τους ύμνους χρησιμοποιούνται στον καθημερινό μας λόγο. Η φράση «του ‘ψαλλε τον αναβαλλόμενο» χρησιμοποιείται πολύ απ’ τους καταφυλλιώτες, εννοώντας ότι του είπε πολλά που δε λέγονται. Βέβαια από το αυθεντικό κείμενο δεν προκύπτει τέτοια ερμηνεία, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει. Η λέξη υπάρχει σε ένα πολύ ωραίο τροπάριο που ψάλλεται το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, την ώρα της Αποκαθήλωσης. «Σε, τον ἀναβαλλόμενον φως ὥσπερ ἱμάτιον, …», γράφει ο θρησκευτικός ποιητής, όταν απευθύνεται ο Νικόδημος στον Ιησού, λέγοντας πως φοράει φως σαν να ήταν ρούχο. Το τροπάριο έχει και ωραία μελωδία σε ήχο πλάγιο α. Βέβαια ο ήχος και όρθιος ή ξαπλωμένος ανάσκελα να ήταν δε θα βοηθούσε στο να γίνει πιο κατανοητό το νόημα του τροπαρίου. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Την ώρα πάντως που στην εκκλησία γινόταν η Αποκαθήλωση και ψαλλόταν ο αναβαλλόμενος, ο Κωστής με το Μήτσιο βρέθηκαν εντελώς τυχαία σε ένα από τα παιδικά τους χρόνια παλιό καταφύγιο. Εκεί δεν τους έβλεπε κανείς. Πρώτος είχε πάει ο Κωστής και μετά από λίγη ώρα έφτασε και ο Μήτσιος. Μετά την πρώτη αμηχανία λέει ο Μήτσιος στο Κωστή:
- Τι γίνιτι; Ιτοιμάζισι να με φας;
- Ισύ ξικίνησ’ς πρώτος.
- Κι αξίζει ούλο αυτό για μια πουρδή;
- Όχι μίνια, τρείς ήταν!
- Κι αν ήταν δικατρείς έπριπι να ξικληριστεί ούλο του χουριό;
- Δεν ξιέρου!
Με τον μικρό αυτό διάλογο έσπασε ο πάγος και σιγά σιγά άρχισαν να αναζητούν λύση, ώστε και φασαρία να μη γίνει και να μην προδώσουν τη μυστική αιτία της απρόβλεπτης σύγκρουσής τους. Και τη βρήκαν. Η λύση δεν απάλλαξε μόνο τους ίδιους από απρόβλεπτες περιπέτειες και τις οικογένειές τους από την αγνώστου αιτίας απομόνωση και προσποιούμενη εχθρότητα, αλλά έδωσε διεξόδους στην καθημερινότητά τους, αφού ως τότε η ζωή του ενός ήταν εξαρτημένη από τη ζωή του άλλου. Σε λίγο έπρεπε να οργώσουν τα χωράφια, αργότερα να θερίσουν, να αλωνίσουν, να κόψουν ξύλα για το χειμώνα και να κάνουν μαζί ένα σωρό δουλειές, που καθένας μόνος του αδυνατούσε να τα καταφέρει. Όσο για την «αιτία», υπό φυσιολογικές συνθήκες μόνο γέλιο έπρεπε να προκαλεί, όπως έγινε αργότερα, την εποχή που αλώνιζαν το σιτάρι του Κωστή. Είχαν θερίσει το χωράφι, ετοίμασαν και το αλώνι αλείφοντας το με σβουνιές από αγελάδα, κουβάλησαν τα δεμάτια με τα στάχυα στο αλώνι και την ώρα που ο Μήτσιος πήρε τις λαιμαριές για να τις βάλει στα δυο μουλάρια … του έφυγε μια, που το «άρωμά» της έγινε αμέσως αντιληπτό από τον Κωστή.
- Κουμπάρε, αρχίν’σεις πάλι; ρωτάει χαμογελώντας.
- Μού’φυγι, κουμπάρε, μού’φυγι, απαντάει γελώντας ο Μήτσιος.
Μέχρι όμως να τοποθετήσει τη μια λαιμαριά, έφυγε και δεύτερη. Τη φορά όμως αυτή ο Κωστής τη «συνέλαβε» με την ακοή.
- Α, κουμπάρε, σού’φυγι κι άλλη!
- Όχι, κουμπάρε, αυτήν ήθιλα και τ’ν απώλ’σα, απαντά ο Μήτσιος και πέσανε και οι δυο στο χώμα και γελούσαν με την καρδιά τους για ώρα πολλή.
Το βράδυ της Ανάστασης πήγαν και οι δυο στην εκκλησία, καθένας με την οικογένειά του, χωρίς να μιλήσουν μεταξύ τους και δείχνοντας προς όλους ότι το μίσος παραμένει άσβεστο. Αντάλλαξαν ευχές με όλους τους άλλους χωριανούς και επέστρεψαν στα σπίτια τους για τη μαγειρίτσα, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα για τη μυστική συμφωνία τους. Η Κυριακή όμως του Πάσχα, δεν είναι μόνο γενική γιορτή, γιορτάζουν και οι Αναστάσηδες με τους Λάμπρους. Και όπως επιβάλλει το πατροπαράδοτο έθιμο έπρεπε όλοι οι χωριανοί να περάσουν από το σπίτι των εορταζομένων και να τους ευχηθούν χρόνια πολλά. Έτσι από τις έντεκα το πρωί άρχισε να πηγαινοέρχεται κόσμος στα τέσσερα σπίτια που είχανε «γιορτάσιο». Μαζί όμως με τον κόσμο πηγαινοερχόταν και η φοβερή πληροφορία ότι τον Κωστή και τον Μήτσιο τους είχε βαρέσει «αφάντιασμα». Το διαπίστωσε η βάβω η Σίμω το βράδυ της Ανάστασης. Γι’αυτό τους ξεμονάχιασε μετά την εκκλησία, πήρε απ’ τον καθένα ένα μαντήλι και λίγες τρίχες απ’το κεφάλι και όλη νύχτα η κακομοίρα δεν κοιμήθηκε, αλλά πάλευε να διώξει το αερικό. Σιμά το πρωί τα κατάφερε και τώρα είναι ξαπλωμένη και εξουθενωμένη απ’ την υπερπροσπάθεια. Η είδηση ήταν όντως εντυπωσιακή και μερικοί από όσους την άκουγαν, δικαιολογούσαν και το πάθημά τους, αφού ήταν σε όλους γνωστό ότι οι δυο κουμπάροι κυκλοφορούσαν όλη την ώρα στις ρεματιές, μέρα νύχτα. Ε! κάποια στιγμή θα τους έβρισκε και το κακό! Υπήρχαν όμως και πολλοί που ακούγοντας όσα λέγονταν, χαμογελούσαν χωρίς άλλα σχόλια παρά μόνο ότι «η βάβω έκανε πάλι το θαύμα της!» Βέβαια το θαύμα αυτό μόνο ο Κωστής με τον Μήτσιο ήξεραν ότι στοίχισε πενήντα δραχμές, αλλά μπρος το αποτέλεσμα, χαλάλι και το πενηντάρικο.
Έτσι, τη Δευτέρα του Πάσχα, οι κουμπάροι πήγαν στην εκκλησία, όπως παλιά, αγαπημένοι και χαρούμενοι, μα πιο ευτυχισμένοι απ’ όλους ήταν οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που μετά από τόσους μήνες μιλήσανε και αγκαλιαζότανε μεταξύ τους λες και είχανε να ιδωθούνε χρόνια. Ευτυχώς για τους κουμπάρους την αλήθεια οι γυναίκες τους δεν την έμαθαν ποτέ, γιατί διαφορετικά ακόμα και τώρα - αν ζούσαν - θα τους «έψελναν τον αναβαλλόμενο».
Γλέντι τη μέρα αυτή έγινε και όπως πάντα τηρήθηκαν και τα πατροπαράδοτα έθιμα. Μπορεί, βέβαια, να μην επιβεβαιώθηκαν οι προσδοκίες κάποιων για τη φονική μάχη μεταξύ των κουμπάρων, δυο - τρία όμως σπρωξίματα έγιναν και τέσσερις - πέντε γκλιτσές έπεσαν, με πρωταγωνιστές - ποιους άλλους; - τα παρ’ ολίγο πρωτοπαλίκαρα του Κωστή και του Μήτσιου.
Διηγήματα με Καταφυλλιώτικο άρωμα.
ΞΕΝΥΣΤΑΓΜΑΤΑ είναι ο τίτλος βιβλίου με ηθογραφικά διηγήματα, οι ήρωες των οποίων ζουν στο Καταφύλλι και την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων τον περασμένο αιώνα. Δημιουργός των διηγημάτων ο Γιώργος Σταμούλης, Καταφυλλιώτης, πτυχιούχος Θεολογίας και Φιλολογίας με ειδίκευση στη Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία και όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο, στα διηγήματα είναι ενταγμένες και κάποιες μικρές ιστορίες, «που έπλεκαν οι άνθρωποι γύρω από το τζάκι για να μικρύνουν τις μεγάλες νύχτες του Χειμώνα». Με τα «ΞΕΝΥΣΤΑΓΜΑΤΑ» οι ιστορίες αυτές «εντάχθηκαν σε διαφορετικό περιβάλλον με φανταστικά πρόσωπα και γεγονότα και ελπίζουν, όχι μόνο να διασωθούν οι ίδιες, αλλά να βοηθήσουν και στην απεικόνιση της καθημερινότητας μιας περασμένης αλλά όχι - ακόμα τουλάχιστον - ξεχασμένης εποχής».
Σήμερα δημοσιεύουμε το διήγημα με τίτλο «Οι κουμπάροι».