Του συνταγματάρχη Μπέκερ.*
Από την κορυφή της Χελώνας (1) ως την αντίστοιχη του Γκάμπροβο, μια έκταση περίπου πέντε χιλιομέτρων γυμνού βράχου, η γραμμή προεκτείνεται κατά μήκος μιας κυματιστής κορυφογραμμής που σχηματίζει σε υψηλό οροπέδιο τη λεκάνη του ποταμού Καταβόθρα, της οποίας τα πιο εξέχοντα υψώματα ονομάζονται Πλατοβούνι και Ράχη Γκρεκόπουλο.
Από το όρος Γκάμπροβο ως τα δασώδη ύψη του Ιτάμου η γραμμή διασχίζει τη λεκάνη του ποταμού Άσπρου (και των παραποτάμων του) σε κατεύθυνση ανατολική - βορειοανατολική επί σχεδόν 50 χιλιόμετρα.
Κατεβαίνει τη δυτική πλαγιά της κοιλάδας από την κρημνώδη κοίτη του ορεινού χειμάρρου με την ονομασία «Στους Καπνούς» για περίπου πέντε χιλιόμετρα ως τη συμβολή του με τον Άσπρο, σε περίπου το ένα τρίτο της απόστασης από τη γέφυρα του Κοράκου ως τη γέφυρα της Τατάρνας τις δύο μοναδικές μόνιμες επικοινωνίες ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού σε αυτή την περιοχή, όποτε φουσκώνει από τη χειμερινή βροχόπτωση, αν και στη διάρκεια των άλλων εποχών είναι εύκολο να το διασχίσει κανείς αφού μειώνεται σε ένα ασήμαντο ρυάκι που σχεδόν χάνεται στις λευκές κοίτες των προσχωσιγενών κοχλαδιών από τα οποία έλκει την ονομασία του.
Οι δύο γέφυρες είναι αξιοθαύμαστες για τον τολμηρό τους σχεδιασμό και την έκταση του ανοίγματος του τόξου τους και ειδικά η γέφυρα του Κοράκου (η οποία παραμένει στην Τουρκία ως γραμμή επικοινωνίας μεταξύ Άρτας, Ραδοβισδίου και Τρικάλων και Λάρισας) είναι σχεδόν απαράμιλλη για τη δύναμη και την ελαφρότητα της κατασκευής της.
Το άνοιγμα του τόξου αγγίζει τα 45 μέτρα, η συνολική απόσταση του δρόμου από τον έναν βράχο ως τον άλλον είναι 60 μέτρα, ενώ το πλάτος, συμπεριλαμβανομένου και ενός πολύ χαμηλού στηθαίου, δεν ξεπερνά τα δυόμισι μέτρα, και το ύψος από την κοίτη του ποταμού φτάνει τα 41 μέτρα.
Ο δρόμος μετά βίας αγγίζει τα δύο μέτρα σε πλάτος, και δε φαίνεται, από τις προσβάσεις του από τις δύο όχθες, να προοριζόταν ποτέ για επικοινωνία μέσω τροχοφόρων.
Οι βράχοι στις δύο όχθες υψώνονται κάθετα σε μεγάλο ύψος και τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο εντυπωσιακό από τη θέα αυτού του λεπτού κομματιού λιθοδομής που συνδέει τις δύο απόκρημνες όχθες του Άσπρου στο σημείο που σχηματίζει μια ρομαντική μικρή κοιλάδα από τα άγρια φαράγγια που σχηματίζουν τα όρη Τζουμέρκα και Άγραφα και σε μια τοποθεσία όπου ο ταξιδιώτης δεν είναι στο ελάχιστο προετοιμασμένος να συναντήσει τον τόσο όμορφο και μοναδικό θρίαμβο του μηχανικού, που θυμίζει περισσότερο αντέρεισμα θόλου κτιρίου Γοτθικού ρυθμού παρά μια ουσιώδη και μόνιμη επικοινωνία για ανθρώπους και ζώα πάνω από τους αφρίζοντες χείμαρρους του πρώτου ποταμού στην Ελλάδα.
Η κατασκευή της γέφυρας αποδίδεται σε πρωτοβουλία του ηγούμενου της μονής Δουσίκου στη Θεσσαλία και, αν λάβουμε υπ’ όψιν την απόστασή της από το μοναστήρι, τιμά τους καλόγερους για το φιλελευθερισμό τους και τη φροντίδα για το δημόσιο καλό πιο πολύ από ό,τι τον μηχανικό για τις ικανότητές του.(2).
Παρ’ όλα αυτά, γέφυρες αντίστοιχης περιγραφής δεν είναι σπάνιες σε αυτή την περιοχή: στην κοιλάδα του ποταμού Πετρίλου υπάρχει μία, σε εξαιρετική κατάσταση, το τόξο της οποίας αγγίζει τα 28,5 μέτρα ενώ το πλάτος της μετά βίας φτάνει τα 2,60 μέτρα. Υπάρχουν ακόμη δύο γέφυρες στις κοιλάδες των Πλατανιά και του Ραφτόπουλου με ανάλογες διαστάσεις, όμως οι επικοινωνίες που οδηγούν σε όλες, πλην του Κοράκου, έχουν διακοπεί και εγκαταλειφθεί προ πολλού παρ’ όλο που τα τόξα διατηρούνται ακέραια. Όλες δείχνουν να χρονολογούνται από αρχαιοτάτων χρόνων.
Από την εκβολή του χειμάρρου Στους Καπνούς ως την εκβολή του Πλατανιά η διαδρομή ακολουθεί την κοίτη του Άσπρου για περίπου ένα χιλιόμετρο, περνώντας κάτω από μια κατεστραμμένη γέφυρα με τα απομεινάρια τριών τόξων, οι βάσεις του κεντρικού και μεγαλύτερου εκ των οποίων έχουν απόσταση 20 μέτρων. Είναι γνωστή με την ονομασία Σταις Τριχιαίς, από τη συνήθεια να αποκαθιστούν προσωρινά την επικοινωνία στη διάρκεια των χειμερινών μηνών μέσω σχοινιών από τριχιές. Αμφίπλευρα, οι όχθες είναι επίπεδες και χαμηλές με μια στενή λωρίδα γης που καλλιεργείται στην αριστερή όχθη.
Από την εκβολή του ποταμού Πλατανιά το σύνορο ανεβαίνει παράλληλα προς τη ροή του ποταμού με κατεύθυνση βορειανατολικά ως τις πηγές του στο όρος Τζορνάτα, ένα προεξέχον αντέρεισμα της μεγάλης κεντρικής οροσειράς της Πίνδου που φτάνει ως το όρος Μπουζικάκι (Βουτσικάκι) με μια κορυφογραμμή μήκους 10 χιλιομέτρων, κάποιες από τις κορυφές της οποίας είναι γνωστές με τα ονόματα Αφορισμένη, Πέντε Πύργοι, Τρία Σύνορα και Σταυρό το Παστρικό.
Η διαδρομή του Πλατανιά αποτελεί το όριο ανάμεσα στις περιφέρειες Λεοντίτο και Μεγάλη Βρύση και η κορυφογραμμή από τα Τζορνάτα ως τα Τρία Σύνορα ανάμεσα στον Πετρίλο και το Τροβάτο, τα Τρία Σύνορα, όπως δηλώνει και η ονομασία, είναι το σημείο όπου συναντώνται τα δύο τελευταία με τα Μεγάλα Βραγκιανά.
Το φαράγγι μέσω του οποίου κατεβαίνει ο ποταμός Πλατανιάς από τα Τζορνάτα είναι μια ρομαντική στενή κοιλάδα καλυμμένη με πυκνό δάσος, όπου οι οξιές και τα πλατάνια δίνουν σταδιακά τη θέση τους, καθώς πλησιάζουμε στην ακρώρεια, σε ποικιλίες πεύκου και ελάτης. Από τα τελευταία μετρήσαμε δύο, με περιφέρεια 6 μέτρων και 4,5 μέτρων αντίστοιχα, και υπήρχαν πολλά άλλα με σχεδόν το ίδιο μέγεθος.
Στου Παπά το Πήδημα ο ποταμός φαίνεται να έχει διανοίξει κοίτη μέσα από ένα πετρώδες τείχος, σε κάθετο ύψος μερικών εκατοντάδων μέτρων, ενώ τα βράχια στις δύο όχθες πλησιάζουν τόσο κοντά που συντηρούν έναν τοπικό παραδοσιακό θρύλο για την ονομασία του δηλώνει ότι κάποιος δραστήριος ιερέας είχε πηδήξει από πάνω του, αλλά το όνομά του δεν έχει διασωθεί ώστε να δώσει μεγαλύτερη εγκυρότητα στο κατόρθωμα.
Προκαλεί ελάχιστη έκπληξη το γεγονός ότι τα συμβάντα των τελευταίων είκοσι ετών θα έπρεπε να έχουν έστω μια πιο παροδική επίδραση στον πληθυσμό αυτού του τμήματος της Βόρειας Ελλάδας σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον στα περίχωρα των συνόρων.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, οι ανυπότακτοι κάτοικοι των απομονωμένων κοιλάδων, που σχηματίζουν τις περιοχές των Άνω Αγράφων, εμπνέονταν δέος μόνο από το στιβαρό χέρι και την άξια διακυβέρνηση του απόλυτου άρχοντα αλλά όταν τα ηνία της εξουσίας χαλάρωσαν μετά το θάνατό του, και όταν η επανάσταση που επακολούθησε στην Ελλάδα δεν τα καθιέρωσε ως λημέρια και καταφύγια του κάθε ληστή των συνόρων, αλλά τα άφησε και σε αμφισβήτηση ως προς τη δύναμη στην οποία θα έπεφταν τελικά, και ως αποτέλεσμα προκάλεσε την αδιαφορία και των δύο πλευρών για την ηρεμία και την οργάνωση μιας τόσο απομακρυσμένης και ελάχιστα προσοδοφόρας έκτασης, κάθε φυσιολογική επιδίωξη της κοινωνικής ζωής χαλάρωσε και εγκαταλείφθηκε και τα έθιμα του πληθυσμού εκφυλίστηκαν σε παρακινδυνευμένες πρακτικές απλών ορδών των Κλεφτών.
Πολλά χωρία εξαφανίστηκαν στη συνέχεια άλλα κατάντησαν ερείπια ή καλύβια, απλά συγκροτήματα από καλύβες κατάλληλες για τις νομαδικές συνήθειες των κατοίκων. Η αγροτική παραγωγή τους (σε λίγα κατάλληλα χωράφια) είναι κριθάρι και καλαμπόκι.
Τα Πετρίλια αποτελούνται από χαμόσπιτα ανάμεσα στα βουνά Καράβα, Βουτσικάκι και Τζορνάτα, αναφερόμενα από τον λοχαγό Λικ ως η δεύτερη πόλη στ’ Άγραφα, το 1832 είχαν δύο κατοικημένα σπίτια, ενώ τα ερείπια πολλών άλλων, σε κάθε στάδιο καταστροφής, ήταν σκόρπια σε μεγάλη έκταση της ποταμιάς.
Το γενικό τοπίο αυτής της περιοχής της κορυφογραμμής των Αγράφων είναι ασβεστολιθικό, με μεγάλες διαφοροποιήσεις στο χαρακτήρα και με τα πετρώματα σε μεγάλη κλίση σε γενικές γραμμές. Δεν παρατηρήθηκαν βράχοι πρωτόγονου χαρακτήρα, αν και οι βορειότερες περιοχές της Πίνδου, ανάμεσα στο Μέτσοβο και την Καλαμπάκα, βρίθουν από πετρώματα σερπεντίνη και γρανίτη.
Οι απότομες κλιματικές μεταβολές καθιστούν την περιοχή αυτή εξαιρετικά ανθυγιεινή στη διάρκεια των φθινοπωρινών μηνών. Πράγματι κανένα σημείο της κεντρικής οροσειράς δεν βρίσκεται ψηλότερα από το επίπεδο των αιώνιων πάγων και πριν τα τέλη Αυγούστου οι κορυφές της Πίνδου δεν έχουν ίχνος πάγου κι όμως σχεδόν αμέσως μόλις έχουν κοπάσει οι έντονες ζέστες του καλοκαιριού, ακόμη και τόσο νωρίς όσο η 14η Σεπτεμβρίου, οι κορυφογραμμές καλύπτονται από χιόνι και πολύ πριν τα τέλη Οκτωβρίου ακόμη και οι παρυφές καλύπτονται από χιόνι σε σημαντικό ύψος.
Αυτή η ασυνήθιστη δριμύτητα του χειμώνα ήταν παροδική, αν και η συνήθης επίδρασή της είναι να εμποδίσει ή και συχνά να διακόψει εντελώς στη διάρκεια των μηνών του χειμώνα τη συγκοινωνία ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Ελλάδα μέσω των γεφυρών Κοράκου και Τατάρνας, λόγω της ανεπαρκούς κίνησης που δεν κρατά ανοιχτό το δρόμο, ώστε οι ταξιδιώτες με φορτωμένα μουλάρια που περνούν από την Άρτα προς τη Λαμία ή τα Τρίκαλα αναγκάζονται να ακολουθήσουν το υψηλότερο μονοπάτι από τα Γιάννενα, μέσα από τη Θεσσαλία, με σκοπό να περάσουν την οροσειρά της Πίνδου από την κλασική διαδρομή προς την πρωτεύουσα που, ακόμα κι αυτή που δεν έχει καθαριστεί χειρωνακτικά, καθίσταται συχνά απροσπέλαστη για αρκετές μέρες μετά από κάθε χιονόπτωση.
Από το όρος Βουτσικάκι η συνοριακή γραμμή κατεβαίνει τη μεγάλη οροσειρά των Αγράφων ως τη σπηλιά του Καϊμακιά, κύρια πηγή της Καρίτσας, που ξεχύνεται με ορμή σ’ αυτό το σημείο από τον κατακόρυφο βράχο. Το σπήλαιο είναι μεγάλο σε έκταση, η οροφή του είναι διάσπαρτη με σταλακτίτες, και ένα ερειπωμένο ξωκλήσι της Παναγιάς, πιθανός διάδοχος κάποιου ειδωλολατρικού ναού της αρχαιότητας, το ανάγει σε θρησκευτικό καταφύγιο για τους χωρικούς της Θεσσαλίας.
Από αυτό το σημείο, το σύνορο ακολουθεί τη διαδρομή της Καρίτσας νοτιανατολικά για περίπου 8 χλμ ως τη συμβολή της με τον ποταμό Μάντζιαρη, ο οποίος ονομάζεται Μέγδοβας στα νοτιότερα σημεία της διαδρομής του, και αφού συναντηθεί με τους παραποτάμους του Αγραφιώτικου και του ποταμού του Καρπενησίου εκχύνεται στον ποταμό Άσπρο κάτω από τη γέφυρα της Τατάρνας, σχεδόν απέναντι από το στόμιο του Σύντεκνου.
Ανεβαίνει στους ανατολικούς πρόποδες των Όρεων Καράβα και Αφεντικό, μια προβολή του πρώτου, και αφού διασχίσει την πεδιάδα της Νεβρόπολης με νότια κατεύθυνση στρίβει προς τα νοτιοδυτικά και συναντάται σε σχεδόν ορθή γωνία με τη μεγάλη οροσειρά από την οποία πηγάζει.
Το συνδετικό χαρακτηριστικό που σχηματίζει τη ραχοκοκαλιά, όπως θα την ονομάζαμε, της Ελλάδας βρίσκεται λοιπόν στη σχετικά μικρού ύψους οροσειρά στα ανατολικά του Νεοχωρίου και σχηματίζει τη δυτική πλαγιά ως τη μεγάλη πεδιάδα της Θεσσαλίας. Το χαρακτηριστικό αυτό στις χαμηλότερες ανατολικές πλαγιές του όρους Καράβι, αφού έχει περικυκλώσει τους κάμπους της Νεβρόπολης με μια κυματιστή οροσειρά μέτριου ύψους ανεβαίνει στον Ίταμο και το Καπροβούνι σε πιο απότομες πλαγιές και κορυφές που διατηρεί ως το όρος Βούλγαρη όπου πέφτει ξανά στο χαμηλό διάσελο και το τραπεζοειδές κορφοβούνι της Βρύσης του Ζαχαράκη από όπου διακλαδώνεται στην Όθρυ και την Οίτη.
Από το στόμιο της Καρίτσας η συνοριακή γραμμή ακολουθεί την κοίτη του Μάντζερη για περίπου 250 μ. ως τη Μούχα που ανεβαίνει για περίπου 5χλμ ως την πηγή του κύριου και κεντρικού ποταμού στο όρος Ίταμος, μια αξιοσημείωτη πευκόφυτη διπλή κορυφή.
Από το όρος Ίταμος ακολουθεί την κορυφογραμμή των οποίων οι κύριες κορυφές ονομάζονται Καπροβούνι και Βούλγαρη, σε νότια-νοτιοανατολική κατεύθυνση για περίπου 22,5 χλμ ως την κορυφή της Βρύσης του Ζαχαράκη, το συνδετικό κρίκο μεταξύ των οροσειρών της Οίτης και του όρους Όθρυς με την κεντρική οροσειρά της Πίνδου και συνεπώς, το σημείο διαχωρισμού των κοιτών του Άσπρου, του Σπερχειού και του Σαλαμπριά (Πηνειού) καθώς επίσης και των αντίστοιχων παραποτάμων τους.
Η ακριβής θέση αυτού του σημείου, του τόσο ενδιαφέροντος γεωγραφικά και τόσο σημαντικού πολιτικά, εφόσον η κατεύθυνση των κεντρικών τμημάτων της συνοριακής γραμμής ορίστηκαν εξ ολοκλήρου από αυτά, επιβεβαιώθηκε ότι βρίσκεται περίπου 17,5 χλμ βορειοανατολικά του Βελουχιού, του αρχαίου Τυμφρηστού και περίπου 5 χλμ ανατολικά του Φουρνά και όπως η πεδιάδα του Ζαχαράκη, αν και δεν έχει σαφή χαρακτήρα ούτε είναι οριοθετημένη, είναι ανοιχτή και τελείως άδενδρη δεν παρουσίασε καμιά δυσκολία στον επακριβή καθορισμό των πολλών φαραγγιών και ξεροπόταμων που σχηματίζουν τις κοίτες που επιθυμούσαμε να καταγράψουμε. Μέχρι στιγμής, το Βελούχι θεωρούνταν το σημείο όπου συνδέονταν η Οίτη, ο Όθρυς και η Πίνδος αλλά στην πραγματικότητα το σημείο αυτό βρίσκεται στον Όθρυ και αποτελεί τμήμα της Οίτης, ή αν μιλήσουμε πιο αυστηρά, της μεγάλης οροσειράς της Ελλάδας και ξεκινούν από εκεί η Γκιώνα, τα Βαρδούσια και ο Παρνασσός, τα τρία υψηλότερα βουνά της βορείου Ελλάδας….
(1) Ο συνταγματάρχης Λικ, στο χάρτη του για τη βόρεια Ελλάδα, έδωσε την ονομασία Φούρκα σε αυτό το βουνό, όμως το όρος Φούρκα θεωρείται ως μέρος των Αγράφων, στην αριστερή όχθη του ποταμού Άσπρου.
(2) Είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς με ποια εξουσία κατέληξε ο κ. Μ. Πουκεβίλ να προσέξει τη γέφυρα αυτή, την οποία περιγράφει ως αποτελούμενη από οκτώ τόξα.
Για να εξηγήσουμε πως βρέθηκε ο Μπέκερ στην περιοχή των Αγράφων που περιγράφει θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω:
Στις 6 Ιουλίου 1827, οι «προστάτιδες δυνάμεις» Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία υπέγραψαν μεταξύ τους, (δίχως καν την παρουσία των εμπλεκομένων μερών) συνθήκη «περί της μελλούσης ειρηνοποιήσεως και διοργανώσεως της Ελλάδος».
Προηγουμένως «Η Εθνική Γ΄ των Ελλήνων Συνέλευσις», στο «ΣΤ΄ (Μυστικό) Ψήφισμα» Επίδαυρος 12 Απριλίου 1826 αποφασίζει:
«Παρατηρούσα ότι ο πόλεμος μεταξύ του ελληνικού έθνους και των ασπόνδων αυτού εχθρών είναι πόλεμος εξοντώσεως και εξολοθρευμού. Επιθυμούσα την παύσιν αυτού του ολεθρίου πολέμου μ’ έναν συμβιβασμό αντάξιον των μεγάλων θυσιών και των πολλών αιμάτων, τα οποία εχύθηκαν εις όλον το εξαετές διάστημα υπέρ της ελευθερίας.
Ψηφίζει:
Α. Η διορισθείσα δια του ψηφίσματος Ε΄επιτροπή …. Να διαπραγματευθή, δια του εν Κωνσταντινουπόλει Αγγλικού πρέσβεως κυρίου Κάνιγκ, την μεταξύ του Έθνους και της Οθωμανικής πόρτας, συμβιβασμού….».
Στις 10 Μαρτίου 1829, οι πληρεξούσιοι της «συμμαχίας», συνέρχονται στο Λονδίνο, προκειμένου κατ’ εφαρμογή της παραπάνω συνθήκης, να προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα στην Τουρκία, μεταξύ αυτών και την «οροθεσία της Στερεάς και των Νήσων».
Στο με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1829 πρωτόκολλο αναφέρεται:
«Οροθεσία της Στερεάς και των Νήσων.
Να προταθεί εις την Πύλην, ότι η οροθετική γραμμή κατά μεν την Στερεάν άρχεται από το στόμιον του Παγασητικού Κόλπου (Κόλπου του Βώλου) εκείθεν, φτάνουσα εις την κορυφήν της Όρθρυος, εκτείνεται κατ’ ευθείαν μέχρι της κορυφής της προς Ανατολάς των Αγράφων, εν ή εστί το σημείον της ενώσεως μετά της Πίνδου. Εκ της ακρωρείας ταύτης η γραμμή κατέρχεται εις την κοιλάδαν του Αχελώου, προς το μεσημβρινόν μέρος του Λεοντίτου, το οποίον μένει εις την Τουρκίαν. είτα διέρχεται την σειράν του Μακρυνόρους, περιλαμβάνει εντός του ελληνικού Κράτους το ομώνυμον στενόν (του Μακρυνόρους) το από την πεδιάδα της Άρτης αρχόμενον, και καταλήγει δια του Αμβρακικού Κόλπου εις την θάλασσαν. Όλαι αι προς μεσημβρίαν της γραμμής ταύτης κείμεναι Επαρχίαι θέλουσι συμπεριληφθεί εις το νέον Ελληνικόν Κράτος.
Αι νήσοι αι εις την Πελοπόννησον παρακείμεναι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, θέλουσι ωσαύτως συμπεριληφθεί εντός αυτού τούτου του Κράτους…».
Παρά την αντίρρηση του Καποδίστρια (υπόμνημα της 11 Σεπτ. 1828):
«…οι άνθρωποι των μεταξύ των δύο εκείνων περάτων μερών πολλάκις μεν ενίκησαν τα τουρκικά στρατεύματα εις τα στενά της πίνδου και του Ολύμπου και του Παρνασσού, οι αυτοί δε και ηρωϊκώτεροι υπερεμάχησαν του Μεσολογγίου και της Αράχοβας την αειμνημόνευτον μάχην ενίκησαν και εν τη ακροπόλει των Αθηνών αντέσχον κατά των τούρκων την εσχάτην αντίστασιν. Όντες ούτοι στρατιώται πολλοί ουδέποτε θέλουσι απελπισθή ούτε της επανακτήσεως των πατρώων αυτών εστιών, ούτε τα όρη αυτών, ούτε την τέχνην των όπλων θέλουσι παραιτήσει, εγκλειόμενοι υπό συνθήκης εις στενά όρια έξω της γενεθλίου γής…», και την πρότασή του η οριογραμμή να είναι «…από της βάσεως του όρους Ολύμπου κατά τον θερμαϊκον κόλπον, δια του όρους Χάσια και Μετσόβου και Χορμόβου και Σαμαρίνας και Γαρδικίου, εις το παλέρμον κατά την Αδριατικήν θάλασσαν».
Οι «προστάτιδες», αφού επέβαλλαν ως Βασιλιά τον Όθωνα, ύστερα από άρνηση του Λεοπόλδου, και αφού μεσολάβησαν μυστικές και φανερές παρεμβάσεις, συγκρότησαν (πρωτόκολλο της 18/30 Αυγούστου 1832) ειδική επιτροπή οροθεσίας, αποτελούμενη από τους συν/χες Γ. Μπέϊκερ, Α. Σκάλων και Ι. Μπαρθελεμύ και τους Χουσεϊν Μπέη για την Τουρκία, και Γιαννάκη Στάϊκο για την Ελλάδα, για τον καθορισμό της οριογραμμής.
Η επιτροπή αυτή διέτρεξε τα όρια που είχαν από πριν υποδειχθεί, πραγματοποιώντας εννέα συνεδριάσεις, μεταξύ Αμβρακικού και Παγασητικού Κόλπου, απ’ τις οποίες τέσσερις αφορούν την οροθεσία των Αγράφων και συγκεκριμένα:
Συνεδρίασις Δ΄
Τα μέλη ….. συνελθόντα την 29 Σεπτεμβρίου/11Οκτ.1832 ….
Απεφασίσθη ότι .… ακολουθούν τον χείμαρον Στους Καπνούς μέχρι του Αχελώου ποταμού (σήμα 14).
Στρατόπεδο Σουμερού.
Συνεδρίασις Ε΄
Εν τω στρατοπέδω Πετρίλου την 11/23 Οκτωβρίου 1832.
Οι αποτελούντες την οροθετική επιτροπήν Κύριοι οροθέται (εκτός του Κ. οροθέτου της Οθωμανικής Πύλης, απολειφθέντος προ δώδεκα ήδη ημερών δια λόγους ευσχημοσύνης) συνήλθον εν τη σκηνή του κ συν/χου Βάκερ.
Εν τη συνεδριάσει ταύτη, θεωρήσαντες μετά συντόνου προσοχής τον από του Αχελώου διαχωρίζοντα αυτούς τόπον, απεφάσισαν την εξής οριοθέτησιν.
Από του σημείου όπου ο χείμαρος στους Καπνούς ρίπτεται εις τον Αχελώον, το όριον ακολουθεί τον ρουν του ποταμού τούτου, διαβαίνον υπό την κατεστραμμένην γέφυραν σταις Τριχιαίς, φτάνει εις τας εκβολάς του ποταμού Πλατανιά (σήμα 15), ανατρέχον δε την κυριωτέραν αυτού πηγήν, καταλαμβάνει την κορυφήν του όρους Τζουρνάτα (σήματα 16 και 17).
Εντεύθεν ακολουθούν τας κορυφάς, έρχεται εις τον ζυγόν Αφορεσμένη (σήμα 18), εκείθεν εις την κορυφήν πέντε πύργοι (σήμα 19) και εξακολουθεί την γραμμήν ταύτην, κατά την ρύσιν πάντοτε των υδάτων, μέχρι του ζυγού Τρία σύνορα (σήμα 20).
Η από των εκβολών του ποταμού Πλατανιά γραμμή μέχρι του όρους Τζουρνάτα είναι η ενεστώσα γραμμή του Λεοντίτου και Μεγάλης Βρύσεως, και η του Ζουρνάτα εις τα τρία σύνορα μεταξύ Πετρίλου και Τροβάτου.
Συνεδρίασις ΣΤ΄
……..Εν Πεζούλα την 14/26 Οκτωβρίου 1832.
Συνεπεία της γενομένης επιτοπίου επισκέψεως (εξακολουθεί να απέχει ο τούρκος) απεφασίσθησαν τα εξής.
Αναχωρούν εκ της θέσεως τρία σύνορα και ακολουθούν πάντοτε την διαίρεσιν των υδάτων, το όριον φτάνει εις τον ζυγόν Σταυρό Κρανιώτικο (σήμα 21) έπειτα ανέρχεται εις την κορυφήν Βουγικάκι (σήμα 22), δια να καταβή εις την Σπηλιάν Κανιάκου, εξ ης εξέρχεται η κυριωτέρα πηγή του ποταμού Καρίτζας, όν ακολουθεί εως των εκβολών αυτού εις τον ποταμόν Μάγγαρον ή Μίγδοβα (σήμα 23)…..
Συνεδρίασις Ζ’.
…συνήλθον εν τω χωρίω Φούρνω, την 2 Νοεμβρίου 1832… απεφασίσθη…η οροθετική γραμμή η καταλήξασα εις τας εκβολάς του ποταμού Καρίτζας εις τον Μίγδοβαν ή Μάγγαρο, θέλει καταβαίνει ακολουθούσα τον ρούν αυτής έως των εκβολών του ποταμίου Μούχας (σήμα 24). Ότι θέλει έπειτα ανατρέχει το τελευταίον τούτο ποτάμιον έως της κυριοτέρας αυτού πηγής (σήμα 25), διήκουσα μέχρι των κορυφών του όρους Ιτάμου…. Εξακολουθούσα … φτάνει εις τα όρη Καπροβούνι, Τρικούκια, Σταυροβουλγάρα, Βουλγάρα, Βάνιτζαν και τέλος εις την πέραν Πισαχώραχην…. (51).
Τα παραπάνω κείμενα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1858 από τον Αλεξ. Σούτσο: «Συλλογή των εις το εσωτερικόν Δημόσιον Δίκαιον της Ελλάδος αναγομένων επισήμων εγγράφων» και αναδημοσιεύονται από τον Θαν. Χρήστου: «τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους και οι Διεθνείς συνθήκες» τ΄ Α΄, εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1999.
Ο Άγγλος συνταγματάρχης Μπέκερ, ο οροθέτης που ορίστηκε για τον καθορισμό των συνόρων Ελλάδος Τουρκίας, το 1837 δημοσίευσε στο ROYAL GEOGRAPHICAL SOSIETY, τα απομνημονεύματα της επιτόπιας μετάβασής του.
- Στην τοποθεσία «σταις τριχιαίς» που αναφέρει ο Μπέκερ, κατασκευάστηκε το 1911 η γέφυρα Αυλακίου (Καταφυλλίου) και παρακάτω η γέφυρα της Τέμπλας. Και οι δύο γέφυρες έγιναν με πρωτοβουλία του Υπουργού Στράτου και εξυπηρετούσαν τότε τη διέλευση των κοπαδιών από και προς τα χειμαδιά της Δυτ. Ελλάδας.
- Ίσως είναι η μοναδική ακριβής περιγραφή της γέφυρας Κοράκου που ανατινάχθηκε το 1949 κατά την υποχώρηση του Δημοκρατικού στρατού.
- Ο Πουκεβίλ προφανώς δεν αναφέρεται στη γέφυρα Κοράκου, αλλά σε υπόλειμμα γέφυρας που μόλις διασώζεται ένα τόξο της με την ονομασία «κουτσοκαμάρα» πιο πάνω από τη θέση της γέφυρας Κοράκου. Η γέφυρα στον Πετριλιώτη είναι προφανώς το γεφύρι του Τριζόλου (Καρυάς).
Μετάφραση: Δινομάχη Δούκα.
Έρευνα, επιμέλεια και σχόλια: Λάμπρος Γ. Τσιβόλας.