Γράφει η Χριστίνα Τρελλοπούλου
Ψυχολόγος του Κέντρου Κοινότητας Βραγκιανών
Δήμου Αργιθέας
Γενικά στην Ελλάδα παρατηρείται πως το ποσοστό των θανατηφόρων ατυχημάτων βρίσκεται στο 8,64 ανά 100.000 κατοίκους, έναντι του Ευρωπαϊκού μέσου όρου 5,82, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Μεγάλο μέρος αυτών των ατυχημάτων οφείλεται στην επικίνδυνη οδήγηση μετά από κατανάλωση αλκοόλ. Ύστερα από πολλές έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι στις γιορτινές μέρες, όπως αυτή των Χριστουγέννων και κυρίως της Πρωτοχρονιάς, ο αριθμός των θανατηφόρων ατυχημάτων αυξάνεται σημαντικά.
Πολλοί οδηγοί, ενώ δεν σκοπεύουν να καταναλώσουν αλκοόλ όταν πρόκειται να οδηγήσουν, καταλήγουν να πίνουν και στη συνέχεια να οδηγούν παραβλέποντας τον κίνδυνο. Έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι μπορούν να ελέγξουν το όχημά τους. Ουσιαστικά δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Κι αυτό γιατί το αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει αρνητικά σημαντικές σωματικές λειτουργίες . Ακόμα και σποραδικές καταχρήσεις είναι ικανές να επηρεάσουν αρνητικά την μνήμη του ατόμου. Αρκετά άτομα επικαλούνται απώλεια μνήμης έπειτα από μέθη. Για παράδειγμα ξεχνούν που έχουν παρκάρει το αυτοκίνητο ή βρίσκονται σε ένα μέρος χωρίς να θυμούνται πως κατέληξαν σ' αυτό. Επίσης, το αλκοόλ αλλοιώνει την όραση και μειώνει την ικανότητα συντονισμού των κινήσεων. Η κατανάλωση αλκοόλ καταστέλλει τα αντανακλαστικά του οδηγού και μειώνει την αντίληψή του. Η επιβράδυνση στο χρόνο αντίδρασής του μπορεί να προκαλέσει σοβαρό ατύχημα . Συχνά εκτιμά λάθος τις αποστάσεις του οχήματός του από τα άλλα. Αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη αντίληψη του χώρου. Καθώς δεν έχουν ρεαλιστική επίγνωση των κινδύνων, γίνονται ριψοκίνδυνοι και συχνά οδηγούν με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Αυτός που καταναλώνει αλκοόλ έχει την εντύπωση ότι διαθέτει αυξημένη αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία στρεβλής εκτίμησης των ικανοτήτων που διαθέτει. Όσοι καταναλώνουν αλκοόλ και οδηγούν, έχουν την εντύπωση ότι μπορούν να είναι προσεκτικοί. Αυτή η εντύπωση οδηγεί πολλές φορές σε καταστροφικά αποτελέσματα. Το αλκοόλ, είναι γεγονός ότι προκαλεί μια ευφορία, μια χαλάρωση, μια ευθυμία. Αυτά είναι ικανά να επηρεάσουν την κρίση του ατόμου. Όμως πίσω από αυτά κρύβεται μία ουσία. Η ουσία είναι πάντα ένας κακός σύμβουλος και δεν πρέπει να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη σε αυτή.
Η ψυχολογία από μέρους της υποστηρίζει ότι αν κανείς έχει ήδη οδηγήσει υπό την επήρεια αλκοόλ και δεν έχει προκαλέσει ατύχημα, τότε μειώνεται ο φόβος του ατόμου απέναντι στην επικίνδυνη οδήγηση. Η επαναλαμβανόμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ προκαλεί απευαισθητοποίηση στον φόβο. Όλο αυτό οδηγεί στην εξάλειψη αυτού του φόβου κι έτσι είναι πιο εύκολο να πιάσει κανείς το τιμόνι. Τελικά το άτομο μαθαίνει τον εαυτό του να μην φοβάται κάτι το οποίο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά η κρίση του. Κι έτσι η απόφαση να οδηγήσει κανείς μετά από κατανάλωση αλκοόλ οφείλεται στη διαμόρφωση μιας άσχημης συνήθειας η οποία αυξάνει τις πιθανότητες μελλοντικής επανάληψης.
Το αλκοόλ μπορεί να γίνει μια θανατηφόρα ευχαρίστηση. Όταν αποφασίσει κανείς να οδηγήσει σε κατάσταση μέθης υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να συμβεί κάτι άσχημο και η πιθανότητα αυτή αυξάνεται με την επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς. Με το να αποφύγουμε την οδήγηση δεν φαινόμαστε σε καμία περίπτωση ανεπαρκείς ως άτομα. Αντιθέτως εκτιμούμε σωστά την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, αποφεύγοντας να βάλουμε σε κίνδυνο τόσο τη δική μας ασφάλεια όσο και των γύρω μας. Κατά τη διάρκεια των εορτών μπορούμε να διασκεδάζουμε ή να ταξιδεύουμε ασφαλείς χωρίς να κάνουμε χρήση αλκοόλ ή αν θελήσουμε να κάνουμε κάποια κατανάλωση αλκοόλ αυτή επιβάλλεται να είναι άκρως ελεγχόμενη και λελογισμένη.