«Ο Φούλης» είναι ο τίτλος διηγήματος του Γιώργου Σταμούλη, που ανήκει σε μια αδημοσίευτη ως τώρα συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων, που αποτυπώνουν τον τρόπο ζωής - όπως τον κατέγραψαν τα εφηβικά μάτια του συγγραφέα - των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Αγρινίου τις δεκαετίες του ‘’60 και ‘’70.
Ο «φούλης» και η «φούλα» είναι τα πιο διαδομένα ονόματα στην ευρύτερη περιοχή του Αγρινίου. Και ενώ δεν υπάρχει παπάς που να βαφτίζει με τέτοια ονόματα, λίγο πολύ όλους έτσι τους λένε, αρκεί να έχεις μια οικειότητα μαζί τους. Γιατί είναι αλήθεια ότι τα ονόματα αυτά δεν συνοδεύονται με το «κύριος» και το «κυρία»… Μπορείς να πεις, για παράδειγμα, ο κύριος Γιάννης, όχι και ο «κύριος φούλης»!
Βέβαια κάπου εκεί στις δεκαετίες του 60 και 70 μεσουρανούσε ο Φούλης με κεφαλαίο το «Φ». Ήταν ένας και μοναδικός. Αγνώστου - τουλάχιστον στους πολλούς - επιθέτου, πατρωνύμου και λοιπών στοιχείων ταυτότητας. Έμενε στα όρια Αγρινίου και Αγίου Κωνσταντίνου, χωρίς και
Με την επαγγελματική του σταδιοδρομία υπήρχαν κάποια προβληματάκια, αν και ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν τον λόγο. Το διαπίστωσε, όταν πήγε στο αστυνομικό τμήμα να βγάλει ταυτότητα. Δεν μπορούσαν να εντάξουν σ’ ένα από τα γνωστά τότε επαγγέλματα αυτό που ο ίδιος ασκούσε. Έτσι έγραψαν στην ταυτότητα «ανειδίκευτος εργάτης». Ο ίδιος όμως ούτε ανειδίκευτος ήταν ούτε εξαρτώμενη μισθωτή εργασία είχε, για να είναι εργάτης. Η δουλειά που έκανε με μεγάλη αυταπάρνηση και επιμέλεια ήταν να μεταφέρει πιπεράτα νέα από γειτονιά σε γειτονιά. Κουτσομπόλη θα τον έλεγε κάποιος συνοπτικά. Ναι, αλλά τέτοιο επάγγελμα στα επίσημα χαρτιά την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ενώ στις μέρες μας - με άλλο ενδεχομένως προσωνύμιο - είναι περιζήτητο σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και όχι μόνο.
Ο Φούλης όμως ζούσε κάνοντας αυτή τη δουλειά. Αφού ερευνούσε ενδελεχώς διάφορα συμβάντα και συγκέντρωνε ενδιαφέρουσες πληροφορίες, πήγαινε σε συγκεκριμένα σπίτια, όπου εκτός της σπιτονοικοκυράς μαζεύονταν και τρεις τέσσερις ακόμα γειτόνισσες, για να ακούσουν τα νέα. Ανάλογα με την ώρα μαζί με τα νέα θα έπιναν το καφεδάκι ή θα τσιμπολογούσαν κάτι πρόχειρο, ενώ τα φρούτα σε τέτοιες συνάξεις ήταν αναγκαία. Με το πέρας της ενημέρωσης ο Φούλης έπαιρνε μαζί του - μετά από πίεση φυσικά - και λίγα τρόφιμα, που φρόντιζαν οι γυναίκες να του ετοιμάσουν, μιας και «το παιδί έμενε μόνο του και δεν είχε ποιος να του μαγειρέψει».
Ο επαγγελματισμός, που τον διέκρινε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ήταν τόσο υψηλού επιπέδου, ώστε αναγνωρίζονταν οι υπηρεσίες του και από όσους έκαναν ότι δεν ασχολούνται με τέτοια πράγματα. Πρώτα απ΄ όλα κατά τη χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία της συλλογής των πληροφοριών κανείς ποτέ δεν είπε ότι δεν ήταν διακριτικός και εχέμυθος και μάλιστα υπέρ του δέοντος. Ως οργανωτικός, δε, τύπος είχε χωρίσει την περιοχή δράσης του σε τέσσερα τμήματα σαν να λέμε μεγάλες γειτονιές, ενώ αποδέκτες των πληροφοριών ήταν οι συμμετέχουσες στη σύναξη ενός σπιτιού από κάθε γειτονιά. Ουσιαστικά στις συνάξεις αυτές ο ίδιος παρείχε την πρώτη ύλη, ενώ έδινε και κάποιες διευκρινίσεις. Φυσικά ακολουθούσε ζύμωση όλων αυτών με σχόλια και αξιολογικές κρίσεις. Στη συνέχεια τη σκυτάλη έπαιρναν οι συμμετέχουσες, που από μόνες τους καθόριζαν και την ακτίνα δράσης τους. Στη διαδικασία όμως αυτή ο Φούλης δεν είχε καμιά αρμοδιότητα ούτε ευθύνη.
Φυσικά τα γεγονότα που είχαν μεγάλη ζήτηση δεν θα αποτελούσε έκπληξη να αναφερθεί πως ήταν τα γαργαλιστικά και μάλιστα των πιο επωνύμων της τοπικής κοινωνίας. Μερικές όμως φορές και των λιγότερο γνωστών οι περιπέτειες τραβούσαν το ενδιαφέρον πολλών, ίσως γιατί πίσω τους έκρυβαν ένα κοινωνικό πρόβλημα. Μια απ’ αυτές αφορούσε έναν φουκαριάρη σύζυγο, που έμενε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ένα μεσημέρι γύρισε έκτακτα με το μηχανάκι στο σπίτι του και έπιασε στα πράσα τη γυναίκα του με κάποιον νέο άνδρα. Πριν προλάβει ο σύζυγος να συνέλθει από το σοκ, πρόλαβε ο νεαρός και πετάχτηκε από το παράθυρο της μονοκατοικίας γυμνός στον δρόμο κρατώντας τα ρούχα του. Κι ενώ αυτός έφευγε, ο σύζυγος έβριζε και χτυπούσε τη μοιχαλίδα, ώσπου την έβγαλε στον δρόμο τυλιγμένη με ένα σεντόνι. Τη φόρτωσε κακήν κακώς στο μηχανάκι και την πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Μάρτυρες όλων αυτών ήταν οι περισσότεροι γείτονες εκτός από τους περαστικούς και θα έλεγε κανείς πως δεν χρειαζόταν κανένας Φούλης, για να γίνει η ιστορία βούκινο. Όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η δουλειά του Φούλη τώρα άρχιζε. Έπρεπε να βρει ποιος ήταν ο νεαρός, από πότε είχαν την παράνομη σχέση τους, γιατί η σύζυγος απάτησε τον άντρα της και μάλιστα μέσα στο σπίτι του, έπαιζε κανένα ρόλο που το ζευγάρι δεν είχε παιδιά; Τα πλέον όμως σοβαρά ερωτήματα ήταν άλλα. Τότε η μοιχεία δεν ήταν μόνο αιτία διαζυγίου αλλά και ποινικό αδίκημα, που επέσυρε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Τι θα έκανε ο σύζυγος; Θα μήνυε τη γυναίκα του ή απλά θα τη χώριζε; Και οι γονείς της γυναίκας ποιοι ήταν, τι έλεγαν για όλα αυτά, είχαν άλλα παιδιά; Σκληρή κι επίμονη δουλειά περίμενε τον Φούλη, για να ξεδιψάσει την περιέργεια των πελατισσών του.
Όσο κι αν η κύρια απασχόλησή του ήταν αυτή, για να βγάλει τα προς το ζην, έπρεπε να ασκεί και δεύτερο επάγγελμα, έστω μερικής απασχόλησης, που και αυτό δυστυχώς δεν ήταν καταχωρημένο στα αναγνωρισμένα από το κράτος επαγγέλματα. Δεν απαιτούσε, βέβαια, όπως το κύριο, ειδικές δεξιότητες και γνώσεις, αλλά είχε και αυτό τις ιδιαιτερότητές του. Για τον επιούσιο, λοιπόν, έκανε θελήματα. Μπορούσε να πάει στο μπακάλικο για λίγα ψώνια, να πληρώσει λογαριασμούς, να πάρει τη συνταγή από τον γιατρό και στη συνέχεια τα φάρμακα από το εφημερεύον φαρμακείο, μέχρι και στο Ι.Κ.Α. πήγαινε αξημέρωτα να πάρει χαρτί προτεραιότητας. Ειδικά για τους μεγάλους ή ανήμπορους ανθρώπους ήταν θησαυρός. Και όμως, όταν είπε στον αστυνόμο, που του έβγαζε την ταυτότητα, ότι κάνει και αυτή τη δουλειά, εκείνος την απέρριψε ως ανύπαρκτη.
Ο Φούλης πέραν αυτών ήταν και άνθρωπος των σπορ. Ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο ήταν η αδυναμία του. Ο ίδιος δεν έπαιζε μπάλα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι ένας από τους καλύτερους προπονητές της κερκίδας. Τις καθημερινές, και εφόσον δεν είχε τις γνωστές επαγγελματικές υποχρεώσεις, πήγαινε στο γήπεδο και παρακολουθούσε τις προπονήσεις του Παναιτωλικού. Εκεί μαζί με άλλους ανέλυαν το σύστημα με το οποίο θα έπρεπε να αγωνιστεί η ομάδα τον προσεχή αγώνα, τις απαραίτητες αλλαγές που έπρεπε να κάνει ο προπονητής, ενώ συμμετείχε και στις επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες ποδοσφαιριστών για την απόδοσή τους στο προηγούμενο ματς. Συνήθως τις Κυριακές που γίνονταν οι αγώνες, αυτός ήταν πολύ απασχολημένος, εκτός και αν κάποιος του εξασφάλιζε δωρεάν εισιτήριο.
Ως άνθρωπος όμως των σπορ είχε και άλλες αγάπες, όπως του κυνηγού πουλιών. Δεν είχε βέβαια όπλο, ούτε ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο. Αυτός έπιανε τα πουλιά με ξόβεργες. Λιώνοντας σε ένα τενεκεδάκι παλιές σόλες από κρεπ έφτιαχνε την κόλλα, στην οποία εμπότιζε τις ξόβεργες, που ήταν είκοσι περίπου εκατοστών κομμένα βούρλα. Αυτές τοποθετούσε με προσοχή στα αγκάθια μιας γκορτσιάς - ολόκληρης ή μέρος της - που έκοβε στην εξοχή όπου υπήρχαν πολλές. Για να πιάσει όμως πουλιά χρειαζόταν τεχνική, που λίγοι την κάτεχαν όπως ο Φούλης. Πρώτα έπρεπε να στηθεί η γκορτσιά σ’ένα ξέφωτο, που να μην υπάρχει άλλο δέντρο σε αρκετά μεγάλη ακτίνα, οι ξόβεργες να είναι τόσες όσες και τα αγκάθια της γκορτσιάς, ενώ σε περίοπτη θέση ήταν τοποθετημένα ένα με δυο ψόφια πουλιά (πλάνοι). Κάτω από την γκορτσιά μέσα σε κλουβιά έβαζε δυο γαρδέλια κι έναν ατσάραντο, που κελαηδούσαν ακατάπαυστα. Στο σπορ αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και βετεράνος - με όποιο σεβασμό προσφέρει η ιδιότητα αυτή - μιας και η ενασχόληση μαζί του αναγόταν σε βάθος τριάντα περίπου χρόνων, από την τρυφερή ηλικία των πέντε ετών, ενώ είχε μαθητεύσει δίπλα σε κορυφαίους κυνηγούς αυτού του είδους. Φυσικά η επιτυχία οφειλόταν και στην υπομονή και στον χρόνο, αρετές που σε άλλους ήταν σπάνιες, ενώ σε αυτόν περίσσευαν. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, αρχές της δεκαετίας του ΄΄70, σκέφτηκε να μετατρέψει το χόμπι του σε επάγγελμα και εν μέρει το κατάφερε. Όσα εκ των πουλιών, που έπιανε, ανήκαν στην κατηγορία των ωδικών, τα πωλούσε, ενώ τα υπόλοιπα εξακολουθούσαν να έχουν τον ίδιο προορισμό, δηλαδή το τσουκάλι. Εντρυφώντας μάλιστα - δια της παρατηρήσεως φυσικά - στην ωδική των πτηνών απέκτησε και σπάνιες γνώσεις που είχαν να κάνουν με το φύλο, το χρώμα και πολλές άλλες λεπτομέρειες, οι οποίες άνετα θα τον καθιστούσαν εισηγητή σχετικού συνεδρίου.
Ανεξάρτητα πάντως απ’ όλα αυτά η αφοσίωσή του στο κύριο επάγγελμα παρέμεινε σταθερή και το υπηρετούσε με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Αν και σοβαρούς ανταγωνιστές δεν είχε, πρόσεχε πολύ για να μην αποκτήσει. Κάποια εποχή μάλιστα, λίγο πριν την δικτατορία, ανησύχησε από τον ερχομό μιας ζωντοχήρας, που στην αρχή τουλάχιστον από τις εντυπώσεις που δημιούργησε, νόμισε ότι θα του έπαιρνε ένα σοβαρό κομμάτι της δουλειάς. Η Τούλα - έτσι έλεγαν την εν δυνάμει ανταγωνίστρια - εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπιτάκι παλιό προσφυγικό κοντά στην Ερυθραία μαζί με τον μονάκριβο γιο της, που μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί κι άρχισε να περιφέρεται από σπίτι σε σπίτι αφηγούμενη η ίδια τα βάσανά της, προερχόμενα από τις απιστίες του συζύγου της, με αποτέλεσμα να φτάσουν στο χωρισμό, αλλά αυτή διαζύγιο δεν του έδινε. Όλα αυτά είναι φανερό ότι έφερναν τον Φούλη σε μειονεκτική θέση, αφού η χήρα ως παθούσα προσέφερε στους ακροατές όσες λεπτομέρειες ήθελαν, πέρα από τα αισθήματα συμπόνιας που αναπτύσσονταν προς το πρόσωπό της. Βλέποντας να χάνει ένα σημαντικό τμήμα της πελατείας σκεφτόταν διάφορους τρόπους αντίδρασης, χωρίς βεβαίως να παραβεί και τους κανόνες της επαγγελματικής δεοντολογίας. Όμως ο ερασιτεχνισμός της Τούλας με την πολυλογία και την επανάληψη ίδιων γεγονότων έφερε την κόπωση και έτσι το κοινό άρχισε να νοσταλγεί και πάλι τις υπηρεσίες του Φούλη. Την τελειωτική όμως μάχη την έδωσε για χάρη του ο πρώην σύζυγος με τον αιφνίδιο θάνατό του. Αφού δεν είχαν πάρει διαζύγιο, η Τούλα ως η μόνη νόμιμη σύζυγος πήρε τη σύνταξη του μακαρίτη, που ο δόλιος δεν πρόλαβε να χαρεί. Και ήταν σύνταξη του Ι.Κ.Α. από ένσημα «βαρέα και ανθυγιεινά»! Όσο για την Τούλα περνώντας από την κατάσταση της ζωντοχήρας σε αυτήν της χήρας φαινόταν να πλημμυρίζει από χαρά, αν και το ντύσιμό της άλλα δήλωνε. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Όταν φορούσε τα χρωματιστά ήταν μες τη λύπη και την οργή, ενώ τώρα που φόρεσε τα μαύρα, έλαμπε ολόκληρη από χαρά, ενώ «ο τρισκατάρατος, που κακόχρονο να ‘χει» έγινε «ο μακαρίτης που ο Θεός να τον σχωρέσει».
Έτσι χωρίς ανταγωνιστές αλλά με πολύ μόχθο και επαγγελματική ευσυνειδησία σε όλες του τις δραστηριότητες πορεύτηκε ο Φούλης μέχρι την Άνοιξη του 1972. Τότε του ανακοίνωσε ο ιδιοκτήτης του χαμόσπιτου που έμενε - δωρεάν φυσικά - ότι έπρεπε να το αδειάσει, γιατί έβγαλε άδεια για να χτίσει διώροφη οικοδομή και όπως συνηθιζότανε τότε, το ισόγειο θα γινόταν μαγαζί, ενώ ο πάνω όροφος κατοικία. Το να βρει όμως κάποιο χώρο για να μείνει δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, πόσο μάλιστα που το ήθελε να είναι δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν. Η κινητοποίηση όμως του επαγγελματικού δικτύου τού έδινε πολλές ελπίδες, ενώ και η αισιοδοξία του δεν τον εγκατέλειπε. Έτσι απερίσπαστος συνέχισε τη δουλειά του ακόμα και τα μεσημέρια και τις Κυριακές.
Ένα τέτοιο μεσημέρι Τετάρτης και ενώ όλα τα μαγαζιά είχαν κλείσει, βλέπει την Ανθούλα να μπαίνει στο μπακάλικο, που φαινότανε κι αυτό κλειστό. Με την επαγγελματική εμπειρία του διέκρινε αμέσως ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Έτσι στάθηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου υπήρχε μια μικρή τρίγωνη πλατεία και σε σημείο που να φαίνεται από την είσοδο του μπακάλικου, περίμενε την εξέλιξη. Μετά από μισή περίπου ώρα βλέπει την Ανθούλα να βγαίνει και αφού κοίταξε δεξιά αριστερά και δεν είδε κανέναν, πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της. Ελάχιστα μετά ακολούθησε ο μπακάλης παίρνοντας άλλη κατεύθυνση. Οι υποψίες του Φούλη άρχισαν να γίνονται βεβαιότητες. Χρειαζόταν όμως περισσότερα στοιχεία και γεγονότα, που δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγουν.
Έτσι άρχισε η στενή παρακολούθηση της Ανθούλας, μιας μεγαλοκοπέλας που από καιρό είχε πατήσει τα σαράντα και έμενε με τη μάνα της σε ένα μικρό σπιτάκι που ακουμπούσε στο ακάλυπτο ακόμα ρέμα. Η συνταξούλα της μάνας ίσα που έφτανε για το ρεύμα και το νερό, γι’ αυτό η Ανθούλα έκανε διάφορες δουλειές, πότε στα καπνά, πότε βοηθούσε μια μοδίστρα, αλλά η μεγάλη προσδοκία της ήταν ο γάμος. Να βάλει ο Θεός το χέρι του να βρεθεί ένας άνθρωπος να την παντρευτεί για να σωθεί. Επειδή όμως ο Ύψιστος ή δεν πρόσεξε ή δεν κατάλαβε τις ικεσίες της, είπε κι αυτή να εμπιστευτεί τον μπακάλη της γειτονιάς. Η πειθώ του εν λόγω οικογενειάρχη - τρία παιδιά είχε και μια αρκετά όμορφη σύζυγο - φαίνεται ότι δεν εξαντλούνταν στην πώληση των «εδώδιμων και αποικιακών», αλλά εκτείνονταν και στην πώληση γαμήλιων ονείρων. «Έτοιμο τον έχω τον γαμπρό», της έλεγε στις μεσημεριανές μοναχικές συναντήσεις τους. Έτσι λίγο με τις κουβέντες λίγο με το ζόρι έγινε και το «μοιραίο», εξάλλου έπρεπε να είναι έτοιμη και σ’ αυτό τον τομέα, της τόνιζε ο προξενητής. Αυτό ακολούθησε άλλες τρεις φορές. Την επόμενη όμως «ποιος είδε την Ανθούλα και δεν τη φοβήθηκε»! Μπαίνοντας φουριόζα και χωρίς προφυλάξεις στο μπακάλικο άρχισε να φωνάζει και μη παίρνοντας καμία απάντηση στις απανωτές ερωτήσεις της, άνοιξε την τζαμόπορτα και βγαίνοντας την τράβηξε με τόση δύναμη που πήγε να σπάσει. Έφυγε προς το σπίτι της βρίζοντας και μονολογώντας. Έτσι ο Φούλης, που την είχε πάρει στο κατόπι, έμαθε από το στόμα της και ό,τι του είχε ως τώρα διαφύγει.
Αντί όμως να χαίρεται που ξεδιάλυνε μια υπόθεση σε όλες τις λεπτομέρειες και θα έδινε τροφή στην πειναλέα πελατεία του, όλο το απόγευμα και την περισσότερη νύχτα βασανιζόταν από σκέψεις. Πήγε να σπάσει το μυαλό του. Ποτέ του δεν είχε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση. Κατά τις δύο το πρωί από την πολλή κούραση κοιμήθηκε. Με το πρώτο φως της μέρας ξύπνησε και φαινόταν αποφασισμένος για το μεγάλο βήμα. Αφού πλύθηκε και έβαλε στο στόμα του λίγο ψωμί, φόρεσε τα παπούτσια του και τράβηξε για το σπίτι της Ανθούλας περνώντας πρώτα από το καφεπωλείο όπου αγόρασε πέντε δραχμές φρεσκοκομμένο καφέ. Τη βρήκε στην μικρή αυλή και αφού την καλημέρισε και της πρόσφερε τον καφέ, της λέει: «και δεν μας ψήνεις από έναν και μετά τα λέμε;».
Και τα ’παν. Η Ανθούλα δε φτάνει που ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη επίσκεψη, όταν άκουσε ότι τη ζητούσε και σε γάμο τούτος ο μουρλός, πήγε να της κοπεί η φωνή. Άνοιγε το στόμα της αλλά δεν έβγαινε τίποτε. Έτσι ο Φούλης βρήκε την ευκαιρία χωρίς διακοπές να της αναλύσει όλη τη σκέψη του. «Τα χρόνια περνάνε και ούτε εγώ πρόκειται να βρω άλλη γυναίκα, ούτε εσύ άλλον άντρα, ενώ είδες και πως βοηθάν κάτι καθάρματα σαν τον μπακάλη!» κατέληξε ο Φούλης. Και για να μην την πιέσει άλλο έφυγε λέγοντας της ότι θα επέστρεφε το απόγευμα για την απάντησή της που ευχόταν να είναι θετική. Πέρασε ώρα για να συνέλθει η Ανθούλα και να βάλει το μυαλό της σε μια σειρά. Η μάνα της, που την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωμένη, ήταν αδύνατο να καταλάβει και να της δώσει μια συμβουλή. Μόνη της έπρεπε να πάρει την απόφαση. Από τη μια σκεφτόταν: «έμεινα τόσα χρόνια ανύπαντρη για να πάρω τον Φούλη;» από την άλλη πάλι: «αυτός ξέρει τα πάντα για μένα και αντί να με εκβιάσει, όπως θα έκαναν άλλοι πολλοί, όχι μόνο με σέβεται αλλά θέλει και να παντρευτούμε!» Οι ώρες μέχρι το απόγευμα για μεν την Ανθούλα πέρασαν σαν αστραπή, ενώ στον Φούλη φάνηκαν αιώνες και για να περάσει κάπως ο χρόνος ανεβοκατέβηκε την Παπαστράτου αρκετές φορές. Πλησιάζοντας το απόγευμα στο σπίτι της Ανθούλας την είδε να κάθεται στην αυλή. Μόλις αυτή τον είδε σηκώθηκε και τον έβαλε να κάτσει σε μια πάνινη πολυθρόνα.
- Και; ρώτησε ξεψυχισμένα ο Φούλης
- Λέω ναι!
Αυτό ήταν. Σε λίγο καιρό θα γινότανε και ο γάμος με κουμπάρο τον ιδιοκτήτη του χαμόσπιτου, όπου έμενε ο Φούλης. Τώρα πια δε θα χρειαζόταν να ψάχνει και για σπίτι! Είχε η Ανθούλα το δικό της. Όσο για τη δουλειά του μετά από μια πολύχρονη και ευδόκιμη επαγγελματική σταδιοδρομία καιρός ήταν να αλλάξει προσανατολισμό. Ίσως στα καπνά μαζί με την Ανθούλα, ενώ επικουρικά το δευτερεύον επάγγελμα ήταν εκεί και τον περίμενε, πιθανόν με κάποιες βελτιώσεις, φτιάχνοντας, για παράδειγμα, ένα καρότσι από μεγάλες ρόδες ποδηλάτου, ώστε να χωράει αρκετά πράγματα για την εξυπηρέτηση περισσοτέρων ανθρώπων. Σχέδια υπήρχαν πολλά!
Για να γίνει ο γάμος βοήθησαν αρκετοί, με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας και στην τελετή ήταν όλοι παρόντες. Όταν όμως ο παπάς είπε: «αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Δημήτριος τη δούλη του Θεού Ανθή» κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Ήρθε η ώρα να μάθουν και το πραγματικό όνομα του Φούλη, που στην περίπτωση τουλάχιστον της Ανθούλας υπήρξε πραγματικός (αδελ)φούλης...!