30 - 04 - 2025
Είσοδος μελών

Ela na paiksoume

Απ’ τα παληά, απ’ τα θ’κά μας!!!

H Αργιθεάτισσα ΒΑΣΙΛΙΚΗ Χα Βίκτωρα ΚΩΦΟΥ - Τσιούμα μολογάει:

<<Έτσι γίνηκε το προξενιό το δικό μου, από ένα ζαλίκι ξύλα>>!!!

09 Kofou Vasiliki 31 Ιουλίου 2021 εδώ στον Κούκο Ανθηρού Αργιθέας Καρδίτσας η μάζωξη και με φίλεψαν ξεχωριστά οι Κωφαίοι - οικογένειες Κούλας - χήρας Βίκτωρα Κωφού, Παρασκευής χήρας Αλέκου Κωφού και Χρύσανθου και Αγαθής Κωφού!!!

---------------------------------

 Με φίλεψε σήμερα η ξαδέρφη η Βασιλική Κωφού, κόρη του Νικολάου και της Όλγας 

Τσιούμα από το Λιάσκοβο, νύφη στον Κούκο στο Βίκτωρα Κωφό του Θωμά με τον οποίο απόχτησαν 3 παιδιά (Μαρίνα, Νίκος και Θωμάς). Ο γιος της και ανιψιός μου Θωμάς Κωφός εδώ. Έχουμε στην παρέα και τον Αθανάσιο Κωφό του Ναπολέοντα και της Βασιλικής. Από όλα τα καλά σήμερα εδώ και τηγανιστός και πλαστός και τσαλαφούτι και λουκανικάκια..."

 Παραδοσιακά εδέσματα που τα γευτήκαμε και τώρα να καταγράψουμε, να υπάρχουν ως ηχητικά ντοκουμέντα προς τα πίσω, απ την ξαδέρφη την Κούλα, μια Λιασκοβίτισσα - Ανθηριώτισα ηρωίδα και ταγμένη της Παράδοσης, παλιές ιστορίες.

 Κούλα, τώρα μπορείς να ομολογήσεις από αυτά τα παλιά να τα καταγράψουμε εδώ και κάτι να μείνει."

 Θες να σου πω και πως παντρεύτηκα;

 Να πεις βέβαια και πως έγινε το προξενιό

 Θα σου πως έγινε.

 Πως παντρεύτηκες. Πότε γεννήθηκες καταρχήν, αν και δεν ρωτάνε τις γυναίκες πότε γεννήθηκαν.

 Οι παλιές δεν έχουν πρόβλημα. Το 1936 γεννηθείσα.

 Νικόλας Τσιούμας ο πατέρας μου και η μάνα μου την έλεγαν Όλγα, ήταν απ’ τους Καψαλαίους η μάνα μου - από τον Μάραθο.

 Απ’ τους Καψαλαίους από το Μάραθο, την Ραχωβιτσα;

 Όχι απ’ τη Ραχωβιτσα, είναι οι δύο Μαράθοι. Ο επάνω Μάραθος ναι - ναι. Υπάγονταν στη Στεφανιάδα.

 Πως έγινε το προξενιό;

 Το προξενιό το δικό μ' έγινε ιειά έτσι. Έκλεισα τα πράματα δώθι στου Κουντουσήλι, δώθι στην Καπετανόβρυση.... Και φορτώνω ένα ζαλίκι ξύλα, δέντρα ξύλα κόκκινα στην τριχιά ζαλίκα και πάεινα στο χωριό.

 Για το Λιασκοβο;

 Ναι, για το Λιασκοβο.

 Και μόλις πέρασα από το Ξηρόρεμμα, πέρα απ’ το λένε.

 Απ’ το Σκλάβο, απ το Ξερόρεμμα;

 Ναι, και πήρα την ανηφόρα, τότε ήταν χωράφια στα Πουρναράκια, ήταν ένα πουρνάρι μεγάλο, κουράστηκα και απίθωσα έτσι ιειά και κάθισα λίγο να ξεκουραστώ. Κι τη ρόκα έγνεθα, εκεί.

 Εκείνη την ώρα έρχονταν ο αργότερα κουνιάδος μου ο Ηλίας Κωφός και με βρίσκει εμένα εκεί. Πάεινι στου Χουριό, να προξενέψ’ ένα κορίτσ τ’ Βλάχου για το Βίκτωρα.

 Μι βρίσκ’ ιμένα ικεί. Είχε ένα μπλάρι (μουλάρι) κόκκινο, αυτό το παλιό που είχαν εδώ στον Κούκο.

 Ήταν ώρα βράδυ. Μόλις μ’ είδι, καλησπέρα κορίτσι μου, μου λέει.

 Καλησπέρα του είπα.

 Τίνος είσαι κορίτσι μ;

 Τ’ Νικόλα Τσιούμα, λέω εγώ. Πήρι του μπλάρι, έφυγε τουν ανήφουρου, γραμμή στου Βλάχου. Πάω λέει για ένα κορίτσι του Βλάχου στο Χωριό.

 Το προξέναγαν για τον Βικτωρα…

 Έκατσαν εκεί, ο θείος μου όμως ο Μήτσος ο αδερφός του πατέρα μου, ήταν και Πρόεδρος, ήταν απόστρατός χωροφύλακας, υπηρετούσαν μαζί αυτοί και ήταν αχώριστοι φίλοι.

 Έκατσε αυτός εκεί απάνω και γυρνάει το βράδυ, πάει στο θείο μου κάτω. Δεν τ’ άρεσε το κορίτσ. Καλή κοπέλα όμως η Σταυρούλα, αδερφή του Μήτρου και του Βαγγέλη Βλάχου, ήμασταν ίσια, όμως ήταν το τυχερό το δικό μου.

 Φεύγει το βράδυ πάει στο θείο μου εκεί και του λέει: που είναι η ανηψιά σ; Ο πατέρας μου δεν ήταν εδώ, ήταν κατ' στο Τσιαγκλί, είχαν πάρει κάτ χωράφια εκεί. Η μάνα μ’ ήταν στα βαμπάκια.

 Λέει: βρήκα το κορίτσι αυτό του Νικόλα στο δρόμο και μου είπε ότι είναι του Νικόλα. Θα κάνουμε προξενιό για τον αδερφό μου και θέλουμε να πάρουμε το κορίτσ. Σα δεν αντρέπεται το κορίτσι ο αδερφός μου ούτε προίκα θέλει, ούτε τίποτα.

 Δεν παντρεύεται το κορίτσ τ’ αδερφού μ, ούτι προίκα έχ’, ούτι τίπουτα.

 Που τον είναι ο Νικόλας Μήτσιο;

 Δεν είναι εδώ ο Νικόλας, είναι κάτω λέει στα Φάρσαλα.

 Άμα θα ρθεί, ιγώ θα συνεννοηθού, θέλω να συναντηθούμε.

 Ήρθε ο πατέρας μου, ήρθε και η μάνα μου και λέει δεν έχω κορίτσι για παντρειά, δεν κάνω παντρειές, τι να παντρέψω λέει. Αυτό το κορίτσι, αυτό έχω λέει να με φυλάει, αν παντρέψω κι αυτό χάθκα.

 Ναι! Ήμουν η μεγαλύτερη από τα 8 παιδιά.

 Τα δύο τα κορίτσια πέθαναν από τρίο χρονώ εκείνα, τα άλλα τα 6 ήμασταν εμείς, αλλά εγώ ήμουν η πιο μεγάλη από όλους.

 Λέει ο πατέρας μου: δεν έχω εγώ κορίτσ’ εγώ τς παντρειάς. Του φέρ’ απού δώ, του φέρ’ απού κεί, το δούλευαν.

 Θανάσης Κωφός: έβαλαν διαβάλματα μέσα!!!

 Στέλνουν αυτού ένα γράμμα δεν ήταν τότε τα τηλέφωνα κατ αυτού ήταν κάποιος Σακαρίκος ξέρω γω τι ήταν, Χρήστο τον έλεγαν."

 Πρώτος ξάδερφος δικός μου.

 Τουν πιάνει ο Λίας εδώ ο κουνιάδος μου κάνει ένα γράμμα να το πας λέει στου Καπετάν (Καπετανόβρυση), στον Νικόλα λέει.

 Του πιάν του γράμμα ου πατέρας μου κι του διαβάζ’. Τι λέει ετούτος εδώ, λέει.

Θα πάμι πέρα, λέει, να δούμι το κορίτσι.

 Τίποτα.

 Έρχεται εδώ στο χωριό (εννοεί το Ανθηρό) βάνει το Θωμά Μπαλάνο, το Χρυσόστομο Καναβό, του Ζουμπουρλή του Φάν, αυτός ήταν σόγαμπρος. Κι έρχοντι πέρα στ’ Καπετάν στον πατέρα μου και ήταν φθινόπωρο.

 Ήρθαν με τα παλτά εκεί, ήταν κρύο.

 Ήρθαν κατ' εκεί που ήταν ο θείος ο Κώστας στ’ Ράϊου, δηλαδή στη Λάκα. Καλούν τουν πατέρα μ’ κι πάει ικεί.

 Θα ’ρθουν λέει οι Κφαίοι (Κωφαίοι) και λοιπά και λοιπά, είναι καλά, είναι εκείνο - είναι τ' άλλο. Του΄ταξαν τ’ πατέρα μ΄ λαγούς μι κουδούνια. Ε καλά, λέει ο πατέρας μου ας ρθούν αφού θέλουν αλλά ιγώ δεν έχω κορίτσ’ τς παντρειάς. Ιγώ δεν έχου ούτε προίκα, λέει ο πατέρας μου, ούτε τίποτα.

 Έρχονται, ο Λίας μαζί με τον άντρα μ.

 Ου πατέρας μ’ είχε ένα σπιτοκάλυβο εκεί, σαν σπίτι ήταν. Ήρθαν το βράδυ εκεί.

 Η μάνα μ’ να σου πω την αλήθεια, η μάνα μου... Ο πατέρας μου δεν ήθελε πθενά για πθενά.

 Τα κανονίζανε εκεί, ξέρω ιγώ, για 15 μέρες... Εκείνο, το άλλο...

 Για να γένει ο γάμος;

 Για να γένει ο γάμος.

 Τς 15 μέρες αυτές γίνονταν ένας άλλος γάμος εκεί στου μαχαλά. Πάντρευε ο Αλέξης Μπίχας ένα κορίτσι, εκεί πέρα στο Σπάρτο στο Μήτσο Τσιούμα. Ιγὠ ήμαν μπρατίμ ιδώ με άλλη μια κοπέλα, είχαμαν τα μαντίλια, εδώ έφτιαναμ…. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας.

 Εκεί που μαγέρευε ο πατέρας μου, από απέναντι έρχονταν ο Κωφός.

 Ήρθε κάτω, μου πε.

 Μου είχαν βάλει και ένα δαχτυλίδι στο χέρι, παλιό τέτοιο..δαχτυλίδι. Δύο λίρες έχ’ απάνω τ’. Τέλος πάντων, τόχω εδώ.

 Είναι κάτω, μου είπε, στο σπίτι.

 Δεν έχω δουλειά, του είπα εγώ, να πάω κάτω. Κάτι είχε ακούσει όμως εγώ ότι είναι έτσι και έτσι.

 Ήρθι ου πατέρας μ’ πέρα στουν Τάσιου Μπαλάνου.

 Εγώ γναίκα λέει θα πάω πέρα να ρωτήσω τον ξάδερφό μ’ τον Τάσιο. Πρώτα ξαδέρφια ο Τάσιος και ο πατέρας μου.

 Ήρθε αυτού, τον κοιτάζει και λέει ο Τάσος, θεός σχωρέστον ο Τάσιος να αγιάσει το χώμα εκεί απόπεσε: <<Νικόλα καλοί είναι οι Κφαίοι (Κωφαίοι), του' πε, καλοί είναι η Κφαίοι. Καλός είναι ο Βίκτωρας, λέει, εργατικός είναι, λέει.

 Του κουρίτσ του θκό μας, του είπε, δεν κάνει για τσ' Κφαίους. Του κουρίτσ του θκό μας πρέπει να πάει κάπου αλλού>>.

 Ε λέει, εδώ με παραπήραν, λέει ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

 Εκεί η συγχωρεμενη η Στάθω είπε: Όχι Νικόλα λέει να μην το δώεις. Την είχι κι ξαδέρφη τ' την Τάσαινα, τη Μαρία, την Πιτσιάβαινα εδώ πέρα. Δεν τα θυμάμαι και καλά. Τέλος πάντων. Δε άφναν αυτοί μι τίπουτα. "Του κουρίτσ θκό μας δεν κάν γι αφνούς. Πρέπ’ να πάει αλλού."

 Υπήρχε και η διαφορά ηλικίας. Ήταν πολλά. Τέλος πάντων βγήκε εκεί πέρα τα ’πε.

 Η μάνα μ' είπε: <<άει Νικόλα μ, λέει, έχομε και άλλα κουρίτσια, ας φύγει του πρώτου τώρα, προίκα δεν έχουμε και μετά βλέπουμε>>.

 Και είπε ο πατέρας μου, θεός σχωρεστον τον πατέρα μου, λέει: <<Ημάς αυτό του κουρίτσ’ μας φλάει και παιδί να' ταν. Δεν μπορώ, λέει, να το δώκω. Ο, τι κάνω τα κάνω μαζί με το κορίτσι μου>>, είπε ο πατέρας μου. <<Δεύτερο χέρι παντού!!!>>.

 Τέλος πάντων έβγα μου' πε, σύρε κάτ΄ έρχιτι, έρχιτι ου Λία Κφός.

 Δεν πααίνω του 'πα.

 Άει σύρε κάτω, μου 'πε.

 Έτρεξε πήγε μέσα, ήταν η μάνα μου.

 Άει συμπεθέρα, λέει και λέει η μάνα μου το κορίτσι δεν έρχεται πθενά.

 Πήγα κάτω με το ζόρι.

 Άκου να δεις. Πήγα κάτω, τους βρήκα μέσα. Τον χαιρέτησα βέβαια.

 Πως και ήρθες; του ’πα.

 Έμαθα, λέει, πως χαλάς το προξενιό.

 Από αυτά που έμαθα, του είπα, τα μισά για να μιλήσουν για μένα φτάνουν. Έτσια δα του ’πα, ακριβώς.

 Βγάνω και το δαχτυλίδι από δω και του το πετάω πέρα!

 Πάρε και το δαχτυλίδι σ’, λέω, και εγώ φεύγω λέω.

 Πήρα, όπως ήμαν ντυμένη και πήγα επάνω. Επάνω από την εκκλησία ήταν το σπίτι κι έφυγα.

 Ο Άγιος Δημήτρης.

 Ναι, έφυγα αφού ήταν ο γάμος κινημένος, έφυγα πήγα πάνω. Πάω μετά στην μάνα μου.

 Έκατσε εκεί στεναχωρεμένος, λέει, <<ντε να φέρουμε το κορίτσι>>, λέει.

 Δεν ξέρω εγώ, του είπε η μάνα μ, δεν ξέρω.

 Έκατσι - έκατσι μέχρι το βράδυ, σηκώθηκε και έφυγε.

 Τότε έστειλε τς αλλνούς από δω πέρα (εννοεί απ΄ το Ανθηρό). Τα μεγάλα τα κεφάλια αυτά. Τότε και όταν ήρθαν να με πάρουν νύφ’ ιμένα.. Πως έγινε μετά, άστα. Έγινε και ξέγινε…

 Όταν ήρθαν να με πάρουν από εδώ μέσα οι Κφαίοι, έρχεται η μακαρίτισσα η Ιφιγένεια μέσα.. ψηλή, ήταν στολισμένη. <<Ιειά να μπω μέσα να δω την κοπέλα, ιειά να προχωρήσω μέσα για να δω την μακρινή την κοπέλα>> λέει η Ιφιγένεια.

 Έτριζα εγώ από την άλλη μεριά….

 Είχαν στόφα τότε... Είχαν τουπέ.

 Θα πιστέψετε.. τότε οι παπάδες όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ήταν κορίτσια γνήσια εδώ που τα λέμε, ρώταγαν: <<Τον θελς; Άμα δεν τον ήθελες πίσω>>.

 Τι έλεγαν εδώ οι συμπεθέροι που ήρθαν;

 Ήταν ένα ντουβάρι από κατ' ίσια απάνω, απ’ την εκκλησία όσο είναι η βεράντα απάνω.

 Τι έλεγαν αυτοί;

 <<Προσέξτε καλά, λέει, αυτό το ντουβάρι μη το αφήσουμε και μείνουμε χωρίς ποδάρια>>. Τάχα θα γυρίσουν χωρίς νύφη. Κατάλαβες;

 Ε.. Τέλος πάντων ήρθε ο παπάς, μπήκαμαν μέσα, μας στεφάνωσαν.

 Εδώ στο δρόμο που ερχόμασταν, ο μακαρίτης ο Διονύσης (εννοεί τον Ανθηριώτη Διονύση Καναβό της Στύλαινας) κράταγε το μπλάρι.

 Ήταν το ποτάμι κατεβασμένο κάτω εδώ. Φούλ το ποτάμ…….

 Κατεβαίνουμε στο ποτάμι να πδήσουμι, να ρθουμε. ….Με έβαλαν εκεί να μπω μέσα με το πλάι.

 Μού ’δωκαν το καπίστρ στα χέρια, εγώ ήξερα από αυτό να κρατηθώ και από πάνω πιάστηκε το πέπλο από μια κλωνάρα.

 Α! Α! να πέσω στο ποτάμι. Μπουλντούμ κάτω.

 Τέλος πάντων γλίτωσα.

 Βγήκα πέρα, με έπιασε το παιδί εκεί αυτό.

 Ανεβαίνουμε στην Αγορασιά. Νά η Αγορασιά από κόσμο γύρω - γύρω!!!

Πως τα θυμάμαι τώρα.

 Ήταν εκεί ο μακαρίτης ο Πατσιαούρας, εκεί βρήκα και τον παπά-Κατσίκη.

 Με περίμενε ο παπάς εκεί, τόση αγάπη μου είχανε. Πολύ. Και θυμούμαι μου έβαλε ένα χιλιάρικο στην ποδιά.

 Τόση αγάπη μου είχαν οι Τριζολιώτες και εμείς ήμασταν γενμα και θρέμμα.

 Έτσι γίνκε το προξενιό το δικό μου, με το ζαλικι τα ξύλα."

 "Με το ζαλικι τα ξύλα." Τι ήμαν; 23 χρονώ ήμαν, λιανοπαίδ ήμαν.."

 Ξέρεις τι έλεγαν κοντά, αυτού τα παιδιά που είναι τα Ζουμπουρλάκια, εδώ δώθε - δώθε;

 Εσύ τα ξέρς τώρα Μενέλαε, δεν είναι ανάγκη να πω που περνάς αυτού. Και τα παιδιά από το χωριό μας. <<Δεν είπε ένα παιδί μια φορά ότι θα πάρω την Κούλα, πως το λένε. Δεν τόλμαγε να κρίνει κανένας. Πως με είχαν να σας πω; Με είχαν για μπιμπελό. Τα παιδιά τα Τριζολάκια αυτού>>.

 Είναι αλήθεια.

 Άκου να ιδείς, όταν παντρεύκα ιγώ, δεν θέλω να παινευτώ, σας τα λέω έτσι από μέσα, ξομολογιέται η ψχή μου. Και όταν παντρεύτηκα εγώ λέγανε: <<τι βόσκαγαμαν, τι έκαναμαν; Μας έφκι το κορίτσ’ και το πήρε ο Κφός; Και εμείς να ήμαστε παιδιά και το κορίτσι να το έχουμε στα χέρια μας;>>

  

 (παρέμβαση του γιου της Θωμά).

 [Αλλά οι Κωφαίοι δεν χάνουν ποτέ. Επέμεναν και κέρδισαν.

 Υπομονή και επιμονή. Σε παγίδευσαν.

 Ο μπάρμπα Λίας.. <<άγρια πέρδικα λέει που θα μου πας. Δεν γλιτώνεις εσύ.

 Απ΄ τον μπάρμπα μου δεν γλίτωνε τίποτα. Είχε τον τρόπο του. Ναι -ναι.

 Μπορεί να έδωσε και 5 λίρες. Στο λέω εγώ.

 Αυτά τα κουνιάδια, όταν σου λέω εγώ, την λάτρευαν…..].

 Βικτωρίνα: Εμένα ο κουνιάδος μου ο Αλέκος, να τον είναι καλά εκεί απ’ τον είναι και τον νειρεύομαι μερικές φορές και με χαίρεται, πάαινε στη Γλουγοβίτσα εκεί σια πέρα και έλεγε, πως ρώταγαν οι γυναίκες για μένα. Ιγώ πάεινα μ’ αυτό το μπλάρ, κόσσευα στ’ Κοτσών, στ’Χήρα να το πιάσω, δεν ξεκόλαγε από πέρα….

 Εκεί με ήξεραν όλες: η Βικτωρίνα τι κάνει του λέγαν. Η Βικτωρίνα καλά είναι;

 Καλά είναι λέει, δεν έπρεπε αυτή η γυναίκα να 'ρθει στο δικό μας το σπίτι. Μεγάλο έγκλημα έκαναν λέει. Αυτήν έπρεπε να πάει σε ένα αρχοντόσπιτο μέσα.

 Έβρισκα τς γυναίκες και μόλεγαν τα λόγια τ᾿. Καλά είπε λέω και εγώ, δεν λέει ψέματα.

 (παρεμβαίνει ο γιος της Θωμάς Κωφός με χιούμορ λέγοντας στη μάνα του):

 "Την αλήθεια έλεγε, αδικήθηκες σε αυτή την ζωή, στην άλλη θα δικαιωθείς."

 Τώρα τι να πω; Όταν μάλωνε ο Βίκτωρας, όταν έλεγε ο Βίκτωρας σε μένα, αϊ ρε από εκεί - με έβριζε κιόλας καμία φορά (αλλά δεν τά ΄λεγε από κακία, δεν τα πίστευε παρά τά ’λεγε περισσότερο γι αστεία) τού ’λεγε η πεθερά μου εδω…. <<φέβγα από αυτού, μη μαλώντς τ’ νύφη, Βασιλική είμαι (εννοώντας τον εαυτό της) και Βασιλική (εννοώντας τη νύφη της) θα αφήκω εδώ στο σπίτ, άει σιαπέρα απου δω. Τον έπαιρνε στα ποδάρια πέρα>>.

 Δύσκολη ζωή.

 Εγώ που τον έζησα τον άντρα μου, έλεγαν όλοι εδώ τι κάνει ο Βίκτωρας; Όλο φωνάζει.

 Αυτόν έχω για άντρα, άμα θέλετε ελάτε να πιείτε ένα καφέ, αν δεν θέλετε φεύγεστε σιαπέρα.

 Τού ’λεγα ολοένα: γιατί μου φωνάζεις καλέ;

 Θωμάς: "Τον είχε επηρεάσει ο πόλεμος και δεν μιλούσε ο πατέρας μου και δεν έλεγε τι έγινε εκεί."

 Αλλά ο Βίκτωρας, όμως, κοίταξε, ήταν γραμματισμένος.

 Εκείνα που θα μιλούσε θα τά ’λεγε σωστά.

 Εδώ είχαμε το λιβάδι μια φορά και μας είχαν πετάξει εδώ, μας είχαν τρελάνει.

 Πόσα πράματα είχαμαν αυτού και τι μας τα κάναν στο κοντέρ και μαζώχκαν κάτ’ αυτού στην Αγορασιά, στο μακαρίτη τον Κωνσταντίνο τον Μπαλάνο. Μαζευτήκανε όλοι να τα βγάλουν στο μέτρο πόσο έχει το κάθε πράμα να το πληρώσουμε.

 Λέει ο Κωνσταντίνος Μπαλάνος: <<σας βλέπω δεν πρόκειται για να βγάλετε αποτέλεσμα. Σύρτε ένας σας απάνω στο Βίκτωρα και πείτε του να κατέβει να σας τα βγάλει. Α ρε σιγά που θα τα βγάλετε...σκωθείτε>>.

 Ήρθαν, νύχτα 12 η ώρα, καθόμασταν μέσα στο σπίτι αυτού τότε εγώ με τα παιδιά.

 Χτυπάνε την πόρτα και το παράθυρο.

 Μπαμ, μπαμ το παράθυρο.

 Κοιτάω ένα Μπαλανάκι ήτανε, του Γιώργου Μπαλανου ήταν. Σαν να ταν... Ο Παναγιώτης ήτανε.

 Σήκω ρε θείο Βίκτωρα, σήκω να πάμε κάτω, λέει, δεν μπορούμε να βγάλουμε το λογαριασμό με τα πράματα.

 Μόλις πάει που λες κάτω, για φέρτε τα χαρτιά τους είπε εδώ, μια γύρα μια γύρα ο Βίκτωρας. Πάρτε τα είναι έτοιμα, είπε.

 Δεν μπορούσαν να βάλουν σε σειρά.

 Αυτά είναι μερικά που πέρασα εγώ, απ’ τα πολλά που διαδραματίζονται στη ζωή μας.

 Τα υπόλοιπα δεν τα λέω τώρα Μενέλαε. Φάε και να σ’ βάλω και λίγο πλαστό και τσιαλαφούτ’ να παρς μαζί σ!!!

Φίλες και φίλοι, καλόν Οκτώβρη και πάντα κοντά στην Παράδοση!!!

Αθήνα, 1 Οκτωβρίου 2021

Μενέλαος Νικ. Παπαδημητρίου

ΥΓ: Ο γάμος της Κούλας Τσιούμα με το Βίκτωρα Κωφό είχε γίνει 14 Νοεμβρίου του 1959, αρχή Σαρακοστής και κατά το δείπνο βγάλαν και αλατισμένα λάχανα!!!

 

Gia koinonika diktia
Θα μας βρείτε και στα κοινωνικά δίκτυα:
 
01 Masthead
 
02 Twitter 2
 
03 F B
 
04 Youtube   05 flickr  

Koumpouriana

Σελίδες μελών
Δι@ύγεια - Δήμος Αργιθέας
Αποφάσεις και πράξεις στο Διαδίκτυο, μέσω του προγράμματος Δι@ύγεια
Δήμος Αργιθέας
Τελευταία άρθρα